Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ-ΕΙΚΟΝΙΚΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ-ΠΡΟΣΤΙΜΟ-ΠΡΟΣΦΥΓΗ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Π Ρ Ο Σ Φ Υ Γ Η

(Με αίτημα Διοικητικής Επίλυσης της διαφοράς)

Της στο ---- εδρεύουσας εταιρίας με την επωνυμία «---- ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», που εκπροσωπείται νόμιμα.

ΚΑΤΑ

1.- Του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Προϊστάμενο Π.Ε.Κ. ----
2.- Της με αριθμό ----- Απόφασης Επιβολής Προστίμου Φ.Π.Α. (τριπλάσιο ΦΠΑ περιόδου 01/98 -12/98) του Προϊσταμένου Π.Ε.Κ. ----.

____________________________

Προσφεύγω κατά της με αριθμό ---/00.00.0000 Απόφασης Επιβολής Προστίμου Φ.Π.Α. (τριπλάσιο ΦΠΑ περιόδου 01/98 – 12/98) του Προϊσταμένου Π.Ε.Κ. ---- και για άλλους λόγους, που θα προσθέσω νόμιμα και εμπρόθεσμα, αλλά και για τους παρακάτω νόμιμους, βάσιμους και αληθινούς:

1. ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε. στο εξής) της Περιφερειακής Διεύθυνσης -----, ερευνώντας τις πληροφορίες και τις διαπιστώσεις για κάποιον επιχειρηματία με στοιχεία Α. Β του Γ, με αντικείμενο εργασιών «πώληση αυτοκινήτων – μηχανημάτων – ανταλλακτικά και εξαρτήματα αυτών καινούργια και μεταχειρισμένα – σίδερα – λαμαρίνες – μέταλλα και χωματουργικές εργασίες», με Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ. στο εξής) -----, ήλεγξε τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησής μου και διαπίστωσε τα εξής:

I. Για τη διαχειριστική περίοδο 1998 ότι είχα καταχωρήσει δεκαεννέα (19) «εικονικά» τιμολόγια του ανωτέρω επιχειρηματία, καθαρής αξίας 165.822,45 € και με τον αναλογούντα φόρο προστιθέμενης αξίας (φ.π.α. στο εξής) εξ 29.848,04 €, δηλαδή συνολικής αξίας 195.670,49 €.

II. Για τη διαχειριστική περίοδο 1999 ότι είχα καταχωρήσει τριάντα τέσσερα (34) «εικονικά» τιμολόγια του ανωτέρω επιχειρηματία, καθαρής αξίας 160.939,10 € και με τον αναλογούντα φ.π.α. εξ 28.969,04 €, δηλαδή συνολικής αξίας 189.908,14 €.

III. Για τη διαχειριστική περίοδο 2000 ότι είχα καταχωρήσει δεκαεννέα (19) «εικονικά» τιμολόγια του ανωτέρω επιχειρηματία, καθαρής αξίας 83.087,31 € και με τον αναλογούντα φ.π.α. εξ 14.955,72 €, δηλαδή συνολικής αξίας 98.043,03 €.

Για τους λόγους αυτούς ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης, μου επέβαλε πρόστιμα και κατά των οποίων στράφηκα ενώπιον του Δικαστηρίου σας ασκώντας τις σχετικές προσφυγές, οι οποίες δεν έχουν εκδικασθεί ακόμη.

Εκτός όμως από τα πρόστιμα, τα οποία μου επεβλήθησαν και των οποίων οι προσφυγές εκκρεμούν ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων, το Π.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης επέβαλε και νέα πρόστιμα που αφορούν την εξοντωντική μου τιμωρία με ποσό τριπλάσιο του φ.π.α. που περιείχετο στα φερόμενα ως «εικονικά» τιμολόγια, μη αναγνωρίζοντας τις εγγραφές των φερόμενων ως «εικονικών» ως προ το πρόσωπο τιμολογίων.

Κατά των ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ ΤΡΙΠΛΑΣΙΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΟΥ ΦΠΑ ΤΩΝ ΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΩΣ «ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ» ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ, στρέφομαι με την παρούσα με τον ισχυρισμό ότι ως καλής πίστεως αποδέκτης τιμολογίων εμπορευμάτων τα οποία αναγνωρισμένα από την διοίκηση, αγοράσθηκαν πραγματικώς και χρησιμοποιήθηκαν από την επιχείρησή μου.

Άλλωστε, η ανικανότητα της διοίκησης για έλεγχο των εικονικώς δρώντων επιχειρηματιών και η ανεπίτρεπτη μεταβίβαση της ευθύνης ελέγχου στους στηρίζοντες την εθνική οικονομία επιχειρηματίες, θα πρέπει στην παρούσα περίπτωση να ελεγχθεί ως καταχρηστική, αφού από κανένα στοιχείο δεν θα μπορούσε να προκύψει η εικονικότητα στο πρόσωπο του προμηθευτή μου Α. Β, αφού ακόμη και σήμερα, μετά την πάροδο τόσων ετών, η διοίκηση όχι μόνο δεν αποφάσισε το ποιο πρόσωπο υποκρύπτετο του Α. Β, αλλά και για τον πιθανολογούμενο Δ. Ε., υπάρχουν επίσης τα ίδια ερωτηματικά ως προς την δυνατότητά του.

Προς απόδειξη της καλής μου πίστης σχετικά με την παραλαβή των εμπορευμάτων από τον φερόμενο ως «εικονικό» προμηθευτή μου Α. Β, θα πρέπει να αναφερθώ στην έκθεση του Σ.Δ.Ο.Ε. από την οποία προήλθε η όλη μου εμπλοκή, αφού η έκθεση με βάση την οποία επανακαθορίζεται ο φόρος εισοδήματος, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αποδέχεται ως αληθή τα όσα αναφέρονται στην έκθεση του ΣΔΟΕ, τα οποία σφόδρα αμφισβητώ, αλλά και αμφισβήτησα με προηγούμενες προσφυγές μου.

2. ΑΝΑΦΟΡΑ / ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ Σ.Δ.Ο.Ε. ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΕΜΠΛΟΚΗ

2.1. Το Σ.Δ.Ο.Ε., έχοντας πληροφορίες για τον Α. Β του Γ, με αντικείμενο εργασιών «πώληση αυτοκινήτων – μηχανημάτων – ανταλλακτικά και εξαρτήματα αυτών καινούργια και μεταχειρισμένα – σίδερα – λαμαρίνες – μέταλλα και χωματουργικές εργασίες», με Α.Φ.Μ. -----, έκανε τη σχετική έρευνα και διαπίστωσε τα ακόλουθα:

I. Αποδείχθηκε ότι η δηλωθείσα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ------ διεύθυνση της επαγγελματικής του εγκατάστασης (----- 140, -----) ήταν ανύπαρκτη [σελίδα 16 της Έκθεσης].

II. Αποδείχθηκε ότι η δηλωθείσα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ----- διεύθυνση της οικίας του (---- 13, -----) ήταν ανύπαρκτη [σελίδα 16 της Έκθεσης].

III. Αποδείχθηκε ότι για την έναρξη ασκήσεως επιτηδεύματος επικαλέσθηκε και προσκόμισε μισθωτήριο συμβόλαιο, με το οποίο είχε μισθώσει οικόπεδο 350 τ.μ. και εντός αυτού γραφείο 30 τ.μ. επί της οδού ----- 80 -------- και όχι επί της οδού ----- 140 της ------, από τον οποίο χώρο εξαφανίσθηκε μετά την πάροδο δύο μηνών [σελίδα 17 της Έκθεσης].

IV. Αποδείχθηκε ότι ο Α. Β διέθετε πλην του Α.Φ.Μ. που του χορήγησε η ------- (---------) και δύο άλλα Α.Φ.Μ., το ένα από την Δ.Ο.Υ. ----- (-----) και το άλλο από την Δ.Ο.Υ. ----- (-----) [σελίδες 21 και 22 της Έκθεσης].

V. Υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. ------ ψευδή υπεύθυνη δήλωση, ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε κάνει έναρξη ασκήσεως επιτηδεύματος [σελίδα 22 της Έκθεσης].

VI. Παρά τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, τα οποία θα μπορούσε ευκόλως και ανέτως να διαπιστώσουν οι υπάλληλοι της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. -----, είτε με μία απλή μετάβαση κάποιου υπαλλήλου στην επαγγελματική του εγκατάσταση, είτε με έρευνα στα Α.Φ.Μ. (μέσω TAXIS) που έχει χορηγήσει το Υπουργείο Οικονομικών, οι υπάλληλοι της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. -------, χωρίς να ελέγξουν οτιδήποτε, του χορήγησαν Βεβαίωση Έναρξης Ασκήσεως Επιτηδεύματος στην οδό ------ (!) της -------- [σελίδα 13 της Έκθεσης], η οποία Έκθεση παραλείπει, άγνωστο για ποιον λόγο, να αναφέρει αν τελικά η αρμόδια Δ.Ο.Υ. δέχθηκε την δήλωση Έναρξης Ασκήσεως Επιτηδεύματος με διεύθυνση ------ 80, ---------, όπως ανέγραφε το μισθωτήριο συμβόλαιο ή ------- 140, όπως δήλωνε ο ίδιος ο Α. Β, και τούτο, διότι εάν συνέβη το δεύτερο, τότε έχουμε περίπτωση τουλάχιστον κλασικής ανικανότητας των υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. ---------.

VII. Παρά τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά τα οποία θα μπορούσε ευκόλως και ανέτως να διαπιστώσουν οι υπάλληλοι της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. -------, θεώρησαν νομότυπα Βιβλία και Στοιχεία, όπως περιγράφονται στην Έκθεση Ελέγχου [σελίδα 13 της Έκθεσης].

VIII. Παρά τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά τα οποία θα μπορούσε ευκόλως και ανέτως να διαπιστώσουν οι υπάλληλοι της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ------- έγιναν αποδέκτες νομότυπων φορολογικών δηλώσεων και δηλώσεων φ.π.α., όπως περιγράφονται στην Έκθεση Ελέγχου [σελίδα 14 της Έκθεσης].

IX. Το μόνο στοιχείο που δεν είχε υποβάλει ποτέ ο Α. Β ήταν οι συγκεντρωτικές καταστάσεις τιμολογίων προμηθευτών του από τις οποίες να προκύπτει ότι προέβαινε σε αγορές εμπορευμάτων [σελίδα 16 της Έκθεσης, η οποία, όμως, δεν μας αποκαλύπτει εάν είχε υποβάλει συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών του].

2.2. Το Σ.Δ.Ο.Ε., μετά από έρευνά του στην επιχείρησή μου, αναγνωρίζει ότι όλες οι συναλλαγές, οι οποίες αναφέρονται στα τιμολόγια που εξέδωσε ο Α. Β προς εμένα, έγιναν, ήταν πραγματικές και η «εικονικότητα των στοιχείων ανάγεται στα πρόσωπα των συμβαλλομένων». Στο συμπέρασμα αυτό, δηλαδή στο ότι οι συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν, καταλήγει το Σ.Δ.Ο.Ε. μετά από ενδελεχή έλεγχο όλων των πωληθέντων προϊόντων του Α. Β, τα οποία βρέθηκαν στην επιχείρησή μου, καταδείχθηκαν στους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε., μετρήθηκαν από αυτούς και βεβαιώθηκε το πραγματικό της συναλλαγής.

2.3. Οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. δεν πείσθηκαν ότι συναλλάχθηκα με τον Α. Β, ή αλλιώς, πείσθηκαν ότι εγώ ήξερα ότι δεν συναλλάσσομαι με τον Α. Β για τα προϊόντα που του παράγγειλα από τα εξής στοιχεία, τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα στην Έκθεσή τους, τα οποία με εμπλέκουν στις πιθανές απάτες του Α. Β, είτε εμμέσως είτε αμέσως και επί των οποίων έχω να διευκρινίσω τα εξής:

I. Εμμέσως, πλην σαφώς, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί, γιατί δεν απασχολούσε προσωπικό, που δικαιολογούσε τον όγκο των εργασιών του [σελίδα 20 της Έκθεσης υπό 7στ]. Ανεξάρτητα του ότι αυτό δεν μπορεί να απασχολεί κανένα πελάτη του, ούτε καν σαν σκέψη, και ιδιαίτερα εμένα, που δεν γνώριζα ούτε την επαγγελματική του εγκατάσταση, θα μπορούσε κάποιος (ακόμη και ο ίδιος ο Α. Β), να ισχυριστεί ότι όποτε χρειαζόταν εργάτες για να φορτώσουν ή να εκφορτώσουν εμπορεύματα, χρησιμοποιούσε οικονομικούς μετανάστες για μία ή δύο ημέρες και με τον τρόπο αυτόν απέφευγε να πληρώνει μηνιαίους μισθούς και να ασφαλίζει μόνιμο προσωπικό στο Ι.Κ.Α. Άλλωστε, κάτι τέτοιο, είναι σύνηθες φαινόμενο στις επιχειρήσεις του είδους αυτού. Επομένως, δεν μπορεί να γνώριζα εγώ το ότι ο Α. Β διαθέτει ή δεν διαθέτει προσωπικό, αφού δεν γνώριζα την επαγγελματική του εγκατάσταση και οπωσδήποτε δεν με ενδιέφερε το προσωπικό του. Άλλωστε, ανταλλακτικά για τα μηχανήματά μου αγοράζω από όπου βρω οπουδήποτε στην Ελλάδα, έχω συναλλαγές με Αθηναίους επιχειρηματίες, που μου πωλούν ανταλλακτικά τηλεφωνικώς και μου αποστέλλουν τα εμπορεύματα είτε με δικά τους μέσα, είτε με μέσα άλλων, είτε με το ΚΤΕΛ, για τους οποίους όχι μόνο δεν γνωρίζω τον τόπο της επαγγελματικής τους εγκατάστασης (πλην της διευθύνσεως και των τηλεφώνων που αναγράφουν στα τιμολόγιά τους), αλλά ούτε καν τα ονόματά τους ή τα πρόσωπά τους. Παραγγέλω τηλεφωνικά αυτό που χρειάζομαι και το παραλαμβάνω με τον τρόπο που συμφωνούμε, όπως αυτός αναφέρεται ανωτέρω. Δεν μπορεί να είμαι εγώ υπεύθυνος εάν αυτοί διακινούν «εικονικά» (με την έννοια του υποκρυπτόμενου επιχειρηματία) τιμολόγια. Έτσι, την ευθύνη των αρμοδίων υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. ------, που ήλεγχαν τον Α. Β και γνώριζαν άριστα ότι δεν χρησιμοποιεί προσωπικό (δεν παρακρατούσε π.χ. φόρο μισθωτών υπηρεσιών, δεν παρουσίαζε στα έξοδά του μισθοδοσίες κλπ) την επιρρίπτει το Σ.Δ.Ο.Ε. σε μένα, που όχι μόνο αρμοδιότητα δεν είχα αλλά ούτε καν λόγο να ελέγξω εάν ο Α. Β έχει προσωπικό ή όχι. Το Σ.Δ.Ο.Ε. δηλαδή, με αναγορεύει σε ελεγκτικό μηχανισμό του Δημοσίου, ρόλο τον οποίον δεν έχω, αλλά ούτε και την δυνατότητα διαθέτω.

II. Εμμέσως, πλην σαφώς, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί, γιατί δήθεν η εξόφληση των τιμολογίων που διακίνησε ο Α. Β γίνεται με μετρητά, χωρίς να εκδίδονται επιταγές, «γεγονός που είναι σύνηθες και συναντάται κατά την έκδοση και λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων, είναι δε γεγονός ότι στις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιτηδευματιών, ακόμη και για μικρότερα ποσά εκδίδονται επιταγές ή συναλλαγματικές προκειμένου να γίνονται οι εξοφλήσεις των τιμολογίων» [σελίδες 19 και 20 της Έκθεσης υπό 7δ]. Αποκρύπτουν, όμως, οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε., οι οποίοι παρέλαβαν από την επιχείρησή μου όλα τα αναφερόμενα στην Έκθεσή τους τιμολόγια των συναλλαγών μου με τον Α. Β, ότι ελάχιστα από τον αριθμό των εβδομήντα δύο (72) τιμολογίων ήταν εξοφλημένα «μετρητοίς», ενώ ο μεγάλος όγκος των τιμολογίων είχαν εκδοθεί «επί πιστώσει» και εξοφλήθηκαν με μερικότερες καταβολές είτε μετρητών είτε επιταγών για την εξόφληση των οποίων με μερικότερες δόσεις είτε μετρητών είτε επιταγών ενημερώθηκαν άριστα από το λογιστήριό μου, τους υπεδείχθησαν οι λογαριασμοί, οι αποδείξεις καταβολής δόσεων και κατέληξαν ότι πράγματι έτσι έχουν γίνει οι συναλλαγές. Δεν γνωρίζω για ποιον λόγο περιλαμβάνουν στην Έκθεσή τους τα αντίθετα, αλλά προς απόδειξη των ισχυρισμών μου θα προσκομίσω όλα τα τιμολόγια του Α. Β και τα αποδεικτικά στοιχεία του τρόπου εξόφλησής τους.

III. Εμμέσως, πλην σαφώς, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί, γιατί δήθεν δεν υπήρχαν φορτωτικές των ανταλλακτικών που παραλάμβανα και συνεπώς ο άνθρωπος αυτός, που διακινούσε εμπορεύματα αξίας εκατομμυρίων δραχμών ή Ευρώ, ο οποίος δεν διέθετε τα μέσα μεταφοράς, ήταν απατεώνας και έπρεπε εγώ να το αντιληφθώ [σελίδα 20 της Έκθεσης υπό 7 ε]. Αποφεύγει, όμως, το Σ.Δ.Ο.Ε. να αναφέρει ότι οι συμφωνίες μου με τον Α. Β γινόντουσαν όλες με την ρήτρα της παράδοσης των μηχανημάτων που είχα κατά καιρούς παραγγείλει εκφορτωμένων στον χώρο μου, χωρίς δική μου μεσολάβηση και τούτο γιατί δεν ήθελα να διαθέσω αλλά ούτε και είχα τα κατάλληλα μηχανήματα και το προσωπικό για εκφόρτωση των ανταλλακτικών. Συνεπώς, ουδόλως με ενδιέφερε ο τρόπος και το μέσο μετακίνησης των ανταλλακτικών, αλλά ούτε είχα και καμία υποχρέωση να ελέγξω εάν τα φορτηγά ή τα άλλα μέσα μεταφοράς και το προσωπικό ανήκουν ή όχι στον Α. Β. Άλλωστε εκατομμύρια δέματα εμπορευμάτων διακινούνται σε όλη την Ελλάδα από επαγγελματίες μεταφορείς (προσωπικές ή εταιρικές επιχειρήσεις), από ταξί, δίτροχα, ΙΧΕ αυτοκίνητα, υπεραστικά λεωφορεία ή ακόμη και από πεζούς, χωρίς ο παραλήπτης των εμπορευμάτων αυτών να έχει οποιαδήποτε υποχρέωση να ελέγξει το νόμιμο ή όχι της μεταφοράς, το ιδιοκτησιακό καθεστώς του μέσου μεταφοράς κλπ, αλλά του αρκεί κατά την παράδοση να παραλάβει τα σχετικά νομιμοποιητικά στοιχεία της αγοράς (π.χ. τιμολόγια, δελτία αποστολής κλπ).

IV. Εμμέσως, πλην σαφώς, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί, γιατί δήθεν ο Α. Β δεν είχε υποβάλει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ----- κατάσταση προμηθευτών του [σελίδα 21 υπό 7ζ της Έκθεσης]. Αλλά κάτι τέτοιο ούτε με αφορά και ούτε μπορώ να ελέγξω και οι μόνοι αρμόδιοι να το ελέγξουν είναι οι υπάλληλοι της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.. Εάν αυτοί ολιγωρούν στους ελέγχους τους, εγώ είμαι αναρμόδιος να ελέγξω ακόμη και αυτή τους την ολιγωρία.

V. Αμέσως και σαφέστατα, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί, γιατί, δήθεν, δεν μπορούσε να μου προμηθεύσει τα ανταλλακτικά που αναγράφουν τα τιμολόγια [σελίδα 21 της Έκθεσης, πρώτη παράγραφος]. Αυτό έρχεται σε τελεία αντίθεση με το ότι ο Α. Β, όποτε του ζητήθηκε, μου προμήθευσε τα ανταλλακτικά που του ζήτησα και τούτο είναι αποδεδειγμένο, αφού και το Σ.Δ.Ο.Ε. διαπιστώνει ότι οι συναλλαγές ήταν πραγματικές, αλλά και στην δυνατότητα του Α. Β να προμηθεύει ανταλλακτικά. Συγκεκριμένως το Σ.Δ.Ο.Ε. αναφέρει [τέλος σελίδας 17 και αρχή της σελίδας 18 της Έκθεσης], ότι ο εκμισθωτής του Α. Β (Ι. Κ), προκειμένου να συμψηφίσει τα μισθώματα που ο Α. Β του όφειλε, του ζήτησε ανταλλακτικά μιας μηχανής φορτηγού αυτοκινήτου μάρκας «ΒΟΛΒΟ» και ο Α. Β του τα προμήθευσε εκδίδοντας μάλιστα και τα σχετικά τιμολόγια. Συνεπώς, είναι βέβαιο ότι ο Α. Β μπορούσε να προμηθεύει τα ανταλλακτικά σε όποιον του τα ζητούσε και κανείς δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει ότι ασχολείται με αυτό το αντικείμενο, γεγονός, άλλωστε γνωστό και στον εκμισθωτή του Ι. Κ, ο οποίος του ζήτησε για συμψηφισμό μισθωμάτων (και ενόψει του ότι ο Α. Β προφανώς δεν του τα κατέβαλε σε μετρητά) ανταλλακτικά αυτοκινήτου και όχι κάποιο άλλο προϊόν ή υπηρεσία.

VI. Αμέσως και σαφέστατα, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί και μάλιστα προσπαθούν να συμπεριλάβουν στην Έκθεσή τους και στοιχεία από τα οποία καταδεικνύεται δήθεν η συμμετοχή μου σε μία αγορά μεν ανταλλακτικών, αλλά από υποκρυπτόμενο πρόσωπο. Έτσι, στη νεφελώδη ανάλυση που επιχειρεί η Έκθεση στις καταθέσεις αυτών που κάλεσε, διακρίνουμε τα εξής χαρακτηριστικά σφάλματα, που αποδεικνύουν όχι απλώς προχειρότητα των ελεγκτικών οργάνων, αλλά πρόθεση να με βλάψουν. Συγκεκριμένως:

· VI.1.- Ο Λ. Μ, τον οποίο υποδεικνύει η Έκθεση ως το υποκρυπτόμενο πρόσωπο στις συναλλαγές του Α. Β, κατέθεσε ενόρκως στο Σ.Δ.Ο.Ε. στις 09.07.2003, όπως αναφέρει η Έκθεση [σελίδα 24 της Έκθεσης].

· VI.2.- Ο φερόμενος από την Έκθεση ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλός μου κ. Α. Η, κατέθεσε ενόρκως στο Σ.Δ.Ο.Ε., αρχικώς στις 02.09.2003, δηλαδή σε μεταγενέστερο χρόνο από αυτόν της καταθέσεως του Λ. Μ και δικαιολόγησε πλήρως τόσο τις εμπορικές συναλλαγές με τον Α. Β, όσο και τις τμηματικές καταβολές προς αυτόν [σελίδα 24 της Έκθεσης], καταθέτοντας ότι έδινε κατά καιρούς χρήματα στον Α. Β για τις συναλλαγές που είχαν πραγματοποιηθεί (είτε βεβαίως σε μετρητά, είτε σε συναλλαγματικές ή επιταγές), ενώ αναφέρεται ότι τις μεταφορές τις έκαναν διάφοροι άγνωστοι μεταφορείς και μερικές φορές ο Λ. Μ.

· VI.3.- Ο ίδιος ως άνω φερόμενος από την Έκθεση ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλός μου κ. Α. Η, κατέθεσε συμπληρωματικώς και ενόρκως στο Σ.Δ.Ο.Ε. στις 12.11.2003, δηλαδή σε μεταγενέστερο χρόνο από αυτόν της καταθέσεως του Λ. Μ και απάντησε πλήρως σε όσες διευκρινιστικές ερωτήσεις του έκαναν οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. [σελίδα 25 της Έκθεσης], καταθέτοντας ότι χρήματα, επιταγές ή συναλλαγματικές παρέδωσε μερικές φορές και στον Λ. Μ, δηλαδή στον μεταφορέα (σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις), των αντικειμένων που παράγγειλα.

· VI.4.- Το Σ.Δ.Ο.Ε. δεν πιστεύει την κατάθεση του Λ. Μ [σελίδα 26 της Έκθεσης] και ισχυρίζεται ότι αυτός αναγκάστηκε να δεχτεί ότι γνωρίζει τον Α. Β «υπό το βάρος των καταθέσεων διαφόρων επιτηδευματιών (περιπτώσεις Α. Κ, Α. Η)». Δεν γνωρίζω πότε κατέθεσε ο κ. Α.Κ, γιατί η Έκθεση τηρεί σιγή για τον χρόνο λήψεώς της. Γνωρίζω, όμως πότε κατέθεσε ο φερόμενος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλός μου κ. Α. Η και ενόψει του ότι η κατάθεσή του είναι μεταγενέστερη αυτής του Λ. Μ, είναι αυταπόδεικτο ότι ο Λ. Μ δεν είπε όσα είπε «υπό το βάρος της κατάθεσης του Α. Η», αφού αυτή δεν είχε δοθεί όταν κλήθηκε να καταθέσει ο Λ. Μ. Το Σ.Δ.Ο.Ε. στην Έκθεσή του, είτε δεν αναφέρει όλα τα στοιχεία που έχει, είτε μετέρχεται αφελών και λανθασμένων εξ υπαρχής σοφισμάτων για να καταλήξει στο συμπέρασμα που αυτό θέλει.

· VI.5.- Τελείως αιφνιδίως και αυθαιρέτως, το Σ.Δ.Ο.Ε. στην Έκθεσή του, συνεχίζοντας τα σχετικά με την από 12.11.2003 δεύτερη κατάθεση του φερόμενου ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου μου και χωρίς να διακόψει την αναφορά της έστω με μία τελεία αναφέρει τα εξής καταπληκτικά: «Περαιτέρω στην από 12.11.2003 συμπληρωματική κατάθεσή του αναγνωρίζει ότι έδινε χρήματα στον Λ. Μ για τα εμπορεύματα που αγόραζε, ενώ σημειώνουμε ότι ο Λ. Μ είχε επιχείρηση πώλησης ανταλλακτικών – μηχανημάτων, κατά το έτος 1997, και υποκρύπτεται των πωλήσεων που διενεργούνται με τα φορολογικά στοιχεία που εκδίδονται στο όνομα του Α. Β». Ανεξαρτήτως της μη απόδοσης των όσων η κατάθεση του κ. Α. Η αναφέρει (αφού από πληθώρα στοιχείων, όπως αποδείξεις κλπ προκύπτει ότι ακόμη και όταν μερικές φορές παρέδωσα χρήματα στον Λ. Μ τούτο εγένετο ως καταβολή προς τον Α. Β, αφού ο Λ. Μ εμφανιζόταν ως «μεταφορέας» του οικονομικού ανταλλάγματος), η πρόταση αυτή εκφέρεται με τέτοιον τρόπο, ώστε προσπαθεί να καταδείξει ότι η προηγούμενη επιχειρηματική δραστηριότητα του Λ. Μ είναι σε γνώση του φερόμενου ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου μου κ. Α. Η και το συμπέρασμα (ότι δηλαδή υποκρύπτεται των πωλήσεων του Α. Β) όχι ένα αυθαίρετο συμπέρασμα των υπαλλήλων της Σ.Δ.Ο.Ε., που προσπαθούν να το συνδέσουν με την προ πενταετίας ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα του Λ. Μ, αλλά συμπέρασμα του φερόμενου ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου μου. Ανεξαρτήτως του εάν γνώριζα ή όχι ότι ο Λ. Μ ασκούσε παλαιότερα την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν δυνατόν να υποθέσω ότι ο Λ. Μ ή οποιοσδήποτε άλλος υποκρύπτετο του Α. Β. Δηλαδή, κατά το Σ.Δ.Ο.Ε., οποιοσδήποτε είχε ασχοληθεί στο παρελθόν με κάποιο αντικείμενο συνεχίζει την επιχειρηματική του δραστηριότητα, υποκρυπτόμενος υπό το όνομα άλλου, όπως ακριβώς μπορούν να πιστέψουν ότι ο ιδιοκτήτης παντοπωλείου που το έκλεισε γιατί δεν πήγαινε καλά λόγω της λειτουργείας στη γειτονιά υπερσύγχρονης υπεραγοράς τροφίμων, είναι τώρα ιδιοκτήτης της υπεραγοράς τροφίμων η οποία τον προσέλαβε ως υπάλληλο.

VII. Αμέσως και σαφέστατα, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί και μάλιστα προσπαθούν να συμπεριλάβουν στην Έκθεσή τους και στοιχεία από τα οποία καταδεικνύεται δήθεν η συμμετοχή μου σε μία αγορά μεν ανταλλακτικών, αλλά από υποκρυπτόμενο πρόσωπο και μάλιστα αναληθέστατα [σελίδα 27 υπό στ της Έκθεσης] αναφέρουν ότι όλα τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από τον Α. Β προς εμέ αναφέρουν την ένδειξη «εξοφλήθη» ή «μετρητοίς», γεγονός που με καταδεικνύει κατά το Σ.Δ.Ο.Ε. όχι μόνο «ύποπτη» εικονικής συναλλαγής αλλά «ένοχη» εικονικής συναλλαγής. Αλλά, όπως προαναφέρθηκε, ελάχιστα τιμολόγια του Α. Β εξοφλήθηκαν «μετρητοίς» από εμένα, ενώ ο περισσότερος όγκος των τιμολογίων εξοφλήθηκαν με δόσεις. Η συγκεκριμένη αποστροφή της Έκθεσης, η οποία δεν ελέγχεται ως απλώς ανακριβής, αλλά ως «εκ προθέσεως αναληθής», προσπαθεί να αποδείξει την εικονικότητα του προσώπου της συναλλαγής με το εξαιρετικής σύλληψης «ευφυολόγημα» ότι δήθεν ο πραγματικός πωλητής των εμπορευμάτων ανέγραφε στα τιμολόγια την ένδειξη «εξοφλήθη», ώστε να μην έχει ο Α. Β αξιώσεις. Οι ελεγκτές υπάλληλοι, όμως, προσπαθώντας να με εμπλέξουν σε εικονικότητα του προσώπου της συναλλαγής, αλλά με γνήσια συναλλαγή, αποφεύγουν να σκεφθούν τα εξής:

· VII.1.- Με δεδομένο (κατά το Σ.Δ.Ο.Ε.) ότι οι συναλλαγές έχουν γίνει, εάν η καταβολή ήταν «μετρητοίς», τότε καλώς εγράφετο, η σχετική ρήτρα («μετρητοίς» ή «εξοφλήθη»), αφού εξοφλούσα αμέσως και συνεπώς ούτε ο Α. Β θα μπορούσε να «έχει αξιώσεις», ούτε το υποτιθέμενα υποκρυπτόμενο πρόσωπο.

· VII.2.- Με δεδομένο (κατά το Σ.Δ.Ο.Ε.) ότι οι συναλλαγές έχουν γίνει, εάν η καταβολή δεν ήταν «μετρητοίς», αλλά «επί πιστώσει», τότε εγώ θα όφειλα τα ποσά που αναγράφονται στα τιμολόγια είτε στον Α. Β, είτε σε οποιονδήποτε υποτιθέμενο υποκρυπτόμενο. Σ’ αυτή την περίπτωση η αναγραφή των ρητρών «εξοφλήθη» ή «μετρητοίς», ναι μεν θα εξασφάλιζε τον υποτιθέμενο υποκρυπτόμενο από το να μην «έχει αξιώσεις» ο Α. Β, αλλά οι συντάξαντες την Έκθεση αποφεύγουν να μας αποκαλύψουν με ποιον τρόπο ο υποτιθέμενος υποκρυπτόμενος θα εξασφάλιζε την πληρωμή των προϊόντων του, αφού εγώ κατείχα εξοφλημένο τιμολόγιο και συνεπώς θα μπορούσα να αρνηθώ οποιαδήποτε καταβολή. Όσο και εάν ερευνήθηκαν τα βιβλία και στοιχεία μου δεν απεδείχθη καμία παρανομία στις καταβολές μου προς τους προμηθευτές μου και έτσι το Σ.Δ.Ο.Ε. μένει εκτεθειμένο και σ’ αυτόν τον συλλογισμό του.

VIII. Αμέσως και σαφέστατα, ισχυρίζονται οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. ότι εγώ, θα έπρεπε να γνωρίζω ότι ο Α. Β δεν ασκεί την εμπορία που μου είπε ότι ασκεί και τούτο διότι ο Α. Β σε κανένα από τα τιμολόγιά του δεν αναγράφει το μεταφορικό μέσο με τα οποία μεταφέρει τα εμπορεύματά του και ότι ο φερόμενος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλός μου κ. Α. Η δεν κατέθεσε με ποια φορτηγά αυτοκίνητα ερχόντουσαν τα εμπορεύματα για να μην αποκαλυφθεί ο πραγματικός επιτηδευματίας. Ανεξαρτήτως του ότι κάτι τέτοιο (δηλαδή να θυμάται ο οποιοσδήποτε τα φορτηγά που μετέφεραν επί τρία χρόνια τα εμπορεύματα στην επιχείρησή μου) είναι αδύνατο, εντούτοις θα πρέπει να επαναλάβω ότι τα προϊόντα που είχα παραγγείλει στον Α. Β ήταν παραδοτέα στον χώρο μου εκφορτωμένα, αφού δεν διέθετα τα σχετικά μηχανήματα και τους υπαλλήλους – εργάτες για να πραγματοποιήσουν μία τέτοια εκφόρτωση. Αλλά αφού κατά το Σ.Δ.Ο.Ε. ο υποκρυπτόμενος επιτηδευματίας θα έπρεπε οπωσδήποτε να διαθέτει φορτηγά και υπαλλήλους και αφού επίσης κατά το Σ.Δ.Ο.Ε. ο υποκρυπτόμενος επιτηδευματίας είναι ο Λ. Μ (ενόψει του ότι κατά το … 1997 διέθετε παρόμοια επιχείρηση), τότε γιατί το Σ.Δ.Ο.Ε. δεν ήλεγξε την πιθανότητα να διαθέτει ο Λ. Μ στόλο φορτηγών αυτοκινήτων και πληθώρα εργατών, στοιχεία που μπορούν να ελεγχθούν άμεσα. Προφανώς δεν ήλεγξε γιατί πιθανότατα γνωρίζει ότι ούτε ο Λ. Μ διαθέτει όλα όσα απαιτούνται για να θεωρηθεί υποκρυπτόμενο πρόσωπο και η Έκθεση τον εμπλέκει, ώστε να είναι δυνατή η επιβολή των υπέρογκων προστίμων, αφού εάν δεν ανέφερε, έστω και ως υποψία ή πιθανότητα, την ύπαρξη συγκεκριμένου υποκρυπτόμενου προσώπου, τότε θα ήταν τελείως αόριστη.

IX. Καταλήγοντας η Έκθεση στις διαπιστώσεις της, ισχυρίζεται ότι από όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αποδεικνύεται ότι πραγματοποίησα μεν τις αγορές αλλά όχι από τον Α. Β, «αλλά από τον Λ. Μ ή από άλλο υποκρυπτόμενο πρόσωπο» και αναφέρει ότι παραβίασα τις σχετικές διατάξεις για την αποδοχή των εικονικών τιμολογίων. Αλλ’ όμως η Έκθεση, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, αυθαιρέτως καταλήγει σε τέτοια διαπίστωση και αυθαιρέτως καταλογίζει σε βάρος μου είτε την ύπαρξη είτε την γνώση της εικονικότητας της συναλλαγής, αφού από όλα όσα προπαρατέθηκαν αποδεικνύεται περιτράνως, ότι εγώ με τον Α. Β είχα συναλλαγές και ουδέποτε με οποιοδήποτε υποκρυπτόμενο πρόσωπο, το οποίο, σε περίπτωση που υπήρχε, το αγνοούσα πλήρως.

X. Αλλά, πέραν όλων τούτων, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. ------, αποδεχόμενη δηλώσεις φ.π.α., φορολογικές δηλώσεις και όλα τα άλλα σχετικά έγγραφα που κατέθετε ο Α. Β νομιμοποιούσε τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, επιδεικτικά αγνοούσε την ύπαρξη πιθανότατα υποκρυπτόμενου εκδότη των στοιχείων και αν κάποια στιγμή γινόταν η έρευνα από πλευράς λογιστηρίου μου στην Δ.Ο.Υ. ----- (την μόνη αρμόδια να με πληροφορήσει) σχετικά με την νομιμότητα της επιχείρησης του Α. Β, η αρμόδια αυτή υπηρεσία δεν είχε κανένα λόγο να αντιτείνει στην νομιμότητα της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Συνεπώς ούτε με την μέγιστη επιμέλεια δεν θα ήταν δυνατόν να ανακαλύψω την εικονικότητα των εκδοθέντων στοιχείων από πλευράς Α. Β, αφού οι ενέργειες των υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. ----- τον νομιμοποιούσαν πλήρως ως υπαρκτό εμπορικά πρόσωπο. Από κανένα προσβάσιμο στοιχείο της μόνης αρμόδιας Δ.Ο..Υ. ---- δεν μπορούσε να προκύψει ότι άλλος ήταν ο εκδότης των φορολογικών στοιχείων. Συνεπώς εγώ καλοπίστως συναλλάχθηκα με τον Α. Β, αυτόν γνώριζα ως επιχειρηματία και από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει το αντίθετο.

Από όλα τα παραπάνω σαφέστατα προκύπτει ότι ακόμη και εάν ο Α. Β, με τον οποίο συναλλάχθηκα, δεν ήταν ο επιχειρηματίας, αλλά άλλο υποκρυπτόμενο πρόσωπο, τούτο έγινε εν πλήρη αγνοία μου, εγώ δε δεν είχα καμία γνώση του ότι προμηθευόμουν αντικείμενα από κάποιον άλλον και όχι από τον Α. Β, με τον οποίο είχα τις συναλλαγές. Από κανένα στοιχείο της Έκθεσης δεν προκύπτει το αντίθετο, δηλαδή η πλήρης γνώση μου του γεγονότος του υποκρυπτόμενου επιχειρηματία, όπως ακριβώς αναπτύχθηκε ανωτέρω. Συνεπώς καλοπίστως ενήργησα τις συναλλαγές μου, καλοπίστως κατέβαλα τα ποσά των τιμολογίων στον εκδότη τους Τζιαμπάζη και καλοπίστως χρησιμοποίησα όλα τα ανταλλακτικά που μου μεταβίβασε. Από κανένα πλήρες αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι εγώ γνώριζα ότι υπήρχε υποκρυπτόμενος επιχειρηματίας (εάν, βεβαίως, υπήρχε), ενώ η Έκθεση μόνο εικασίες προσφέρει και κανένα αποδεικτικό στοιχείο, που να είναι δυνατό να αντέξει σε υπαγωγή του σε νομικές βάσεις. Αλλά με τις εικασίες της Έκθεσης δεν είναι δυνατό να επιβάλλονται τα υπέρογκα και καταστροφικά πρόστιμα, αφού πλήρη απόδειξη του υποκρυπτόμενου προσώπου δεν προσφέρει ούτε η Έκθεση. Το λογικότερο είναι ότι ο Α. Β ήταν ο πραγματικός προμηθευτής και όλες οι ενέργειές του κατέτειναν στο να αποκερδίσει αφενός το κέρδος των πωλήσεων και αφετέρου την αποφυγή καταβολής του αναλογούντος φ.π.α. παρουσιάζοντας ισάξιες περίπου αγορές.

Συνεπώς, όλως κακώς και παρά τον νόμο, εκδόθηκε η σε βάρος μου απόφαση την οποία προσβάλλω με την παρούσα και όλως κακώς μου επεβλήθη το προσβαλλόμενο πρόστιμο.

Από όλα τα παραπάνω σαφέστατα προκύπτει ότι παρανόμως μου επιβλήθηκε το πρόστιμο του τριπλασίου του Φ.Π.Α. που αναφερόταν στα «φερόμενα» ως εικονικά τιμολόγια, όπως αυτό εμφανίζεται στην προσσβαλλόμενη πράξη και συνεπώς πρέπει να ακυρωθεί αύτη, αφού ακόμη και σήμερα αφενός είμαι πεπεισμένος ότι συναλλάχθηκα με τον Α. Β, αφετέρου ακόμη και σήμερα τυγχάνω καλής πίστης αφού εκ τρίτου η διοίκηση δεν ανακάλυψε ακόμη το υποκρυπτόμενο πρόσωπο και μόνο εικασίες προσφέρει.

3.- ΩΣ ΠΡΟΣ ΕΜΕΝΑ

Είμαι ----- επιχείρηση στον ------ επί 20ετία και πλέον. Είμαι συνεπέστατη στις υποχρεώσεις μου τόσο ως προς το Δημόσιο όσο και ως προς τους ιδιώτες με τους οποίους συναλλάσσομαι. Ορισμένα στοιχεία της επιχείρησής μου είναι τα εξής:

3.1.- Ουδέποτε απασχόλησα φορολογικά, αστικά ή ποινικά τις Αρχές, εργαζόμενη νομίμως και συνεπέστατη ως προς τις παντός είδους υποχρεώσεις μου.

3.2.- Καταβάλω ετησίως φ.π.α. ύψους περίπου ----- €.

3.3.- Καταβάλω ετησίως ασφαλιστικές εισφορές στο Ι.Κ.Α. ύψους περίπου ----- €.

3.4.- Έχω μηδενικό τραπεζικό δανεισμό.

3.5.- Απασχολώ μόνιμο προσωπικό περίπου τριάντα (30) ατόμων.

Από αυτά και μόνο τα στοιχεία προκύπτει ότι είμαι μία επιχείρηση υγιέστατη και ουδέποτε εν γνώσει μου θα διακινδύνευα όλα όσα έχω κτίσει επί μία εικοσαετία και να συναλλαχθώ με τον τρόπο που υποδεικνύει η Έκθεση, ώστε να υποστώ τις βαρύτατες κυρώσεις της προσβαλλόμενης πράξης.

ΕΠΕΙΔΗ η παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή.

ΕΠΕΙΔΗ επιφυλάσσομαι να προσθέσω και άλλους λόγους νόμιμα και εμπρόθεσμα.

ΕΠΕΙΔΗ με την παρούσα ζητώ την διοικητική επίλυση της διαφοράς.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΖΗΤΩ: Να γίνει δεκτή η προσφυγή μου. Να επιλυθεί διοικητικώς η διαφορά. Να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση επιβολής προστίμου. Αλλιώς, για τους λόγους που αναφέρονται στο ιστορικό της παρούσας, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό --/00.00.0000 Απόφαση Επιβολής Προστίμου Φ.Π.Α. (τριπλάσιο ΦΠΑ περιόδου 01/98 – 12/98) του Προϊσταμένου Π.Ε.Κ. -----. Να καταδικασθεί ο αντίδικός μου στην δικαστική μου δαπάνη.

----- 00.00.0000

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ-ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ-ΑΓΩΓΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ----

Α Γ Ω Γ Η (ΕΝΟΧΙΚΟ – ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ)

Α. Β του Γ, Δικηγόρου, κατοίκου ----, ---- --.

Κ Α Τ Α

Της στην ---- (---- --) εδρεύουσας εταιρίας με την επωνυμία «Δ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», που εκπροσωπείται νόμιμα.

_______________________________________

Είμαι Δικηγόρος, διορισμένος στον Δικηγορικό Σύλλογο ---- από τον Ιανουάριο ---- και ασκώ μάχιμη και καθημερινή δικηγορία επί μία --ετία, η άσκηση δε αυτή του λειτουργήματός μου αποτελεί την μόνη πηγή εσόδων μου.

Έως σήμερα εργάστηκα σκληρά για να αποκτήσω την καλή φήμη του έντιμου Δικηγόρου, ουδέποτε ενεπλάκην σε διαφορές με εντολείς ή αντιδίκους μου, μέχρι δε σήμερα ουδεμία καταγγελία ή παράπονο υπάρχει εις βάρος μου στα αρμόδια όργανα του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.

Η εναγόμενη είναι Τράπεζα, νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, με έδρα την ----, με πληθώρα υποκαταστημάτων και πλήρες τμήμα νομικής υπηρεσίας, στο οποίο απασχολείται ικανός αριθμός συναδέλφων μου (δικηγόρων), ασκούντων το λειτούργημά τους επί πολλά ή και λιγότερα έτη.

Η επί -- έτη άσκηση μάχιμης δικηγορίας, με καθημερινές σχεδόν παρουσίες μου στα ακροατήρια, είναι ένα γεγονός που με κάνει αναγνωρίσιμο πρόσωπο τόσο στους συναδέλφους μου, τουλάχιστον αυτούς που ασκούν μάχιμη δικηγορία, όσο και στους δικαστές, γραμματείς και λοιπούς παράγοντες των Δικαστηρίων της ----, όλοι δε γνωρίζουν τη συνέπειά μου και την όποια επιστημονική μου κατάρτιση, αλλά κυρίως και πρωτίστως το ήθος μου.

Κατά μήνα ---- ---- η εναγομένη, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλης Τράπεζας, για λόγους τους οποίους αγνοώ, έκλεισε τους ανοικτούς αλληλόχρεους λογαριασμούς της στην ---- (---- --) εδρεύουσας εταιρίας με την επωνυμία «----», εταιρίας που απασχολούσε περί τα 350 άτομα προσωπικό και είχε ετήσιο προϋπολογισμό εσόδων 4.000.000.000 δραχμών περίπου (12.000.000 € περίπου).

Μετά από αυτές τις ενέργειες ανέλαβα την δικαστική υποστήριξη της παραπάνω εταιρίας ενώπιον των δικαστηρίων για τις δίκες που επρόκειτο να ανοιγούν και με την εναγομένη, όπως άλλωστε ανέλαβα και την υποστήριξη στις ίδιες ή άλλες δίκες του Ε. Ζ του Η, Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανωτέρω εταιρίας «----», ο οποίος ευθυνόταν ατομικώς και εις ολόκληρο με την εταιρία του, εν όψει του ότι ήταν ατομικός εγγυητής των ανοικτών αλληλόχρεων λογαριασμών που είχε η εταιρία του με την εναγομένη.

Η συμφωνία μου με τους ανωτέρω εντολείς μου και μετά από τις σχετικές διαπραγματεύσεις, ήταν να εισπράξω για όλες τις εργασίες που θα έκανα για τον κάθε έναν από αυτούς ποσοστό 2% από τον καθένα από αυτούς, ποσοστό το οποίο συνέπεσε να ισούται με το ελάχιστο όριο αμοιβής που προβλέπει ο Κώδικας Δικηγόρων για κάθε δικαστική ενέργεια που θα πραγματοποιούσα για κάθε έναν από αυτούς, καθώς και σε όσα έξοδα θα προέβαινα για λογαριασμό τους.

Στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας και με καθημερινή συνεννόηση με τους εντολείς μου, ενήργησα βάσει των εντολών τους, με αναλυτική παρουσίαση των εναλλακτικών λύσεων ή ενεργειών στις οποίες θα μπορούσαμε να προβούμε, με βάση τις όποιες γνώσεις έχω, για τις οποίες, βεβαίως, μπορεί ο οποιοσδήποτε να ασκήσει κριτική, αλλά εν πάση περιπτώσει, εκτελώντας τις ρητές εντολές τους.

Για όλες τις ενέργειες που έχω κάνει έως σήμερα, υπολογιζομένων με βάση τη συμφωνία μας, η εκ των εντολέων μου «----» μου οφείλει το ποσό των ----,-- €, όπως η απαίτησή μου αυτή απεικονίζεται στην με αριθμό κατάθεσης ----/-- αγωγή μου κατ’ αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εργατικών διαφορών), της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η --/--/-----, ημερομηνία κατά την οποία εκδικάσθηκε η αγωγή μου και εκδόθηκε η με αριθμό ----/-- οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού.

Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι με την συγκεκριμένη αγωγή δεν αναζητούσα πληθώρα δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών μου (ανακοπές κατά προγραμμάτων πλειστηριασμών, έξοδα παραστάσεών μου κατά την εκδίκασή τους, έξοδα κοινοποιήσεων δικογράφων κλπ, τα οποία θα προσκομίσω κατά την δικάσιμο της παρούσας), μέσα στα πλαίσια των ηθικών κανόνων που πρέπει να διέπουν την σχέση εντολής εντολέως και δικηγόρου, καθ’ ην στιγμή γνώριζα ότι ο εν λόγω εντολέας μου είχε υποστεί μία ολοσχερή οικονομική καταστροφή.

Οι συγκεκριμένες δικαστικές ενέργειες στις οποίες προέβην ήταν οι ακόλουθες:

Ι.- Επί της με αριθμό ----/-- Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης για ποσό ----.-- €, που εκδόθηκε εναντίον της μετά από αίτηση της «Δ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», πραγματοποίησα τις παρακάτω εργασίες και ο εντολέας μου με βάση την συμφωνία μας, αλλά και τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, μου οφείλει τις αντίστοιχες αμοιβές και δαπανήματα:

1) Άσκησα την με αριθμό κατάθεσης ----/-- ανακοπή κατά της άνω διαταγής πληρωμής και ο εντολέας μου οφείλει την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή μου, όπως αυτή προβλέπεται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων, αλλά και από την συμφωνία μας, δηλαδή μου οφείλει το ποσό (----,-- € Χ 2%) των ----,-- €.

2) Δαπάνησα για δακτυλογράφηση της ανωτέρω ανακοπής (άρθρο 91) ----,-- €.

3) Δαπάνησα για την κατάθεση της ανωτέρω ανακοπής (άρθρο 91) ----,-- €.

4) Δαπάνησα για την επίδοση στην καθ’ ης της ανωτέρω ανακοπής (άρθρο 91) ----,-- €.

5) Συνέταξα το σχετικό πρακτικό αποτυχίας της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς για την συνάντηση που είχε καθορισθεί για τις --/--/----, ημέρα Τετάρτη και ώρα ---- (μη εμφανισθέντος του διαδίκου ή πληρεξουσίου του) και μου οφείλει αμοιβή (ελάχιστη αναφερόμενη στην τετραπλότυπη απόδειξη) ----,-- €.

Δηλαδή συνολικά για την παραπάνω υπόθεση μου οφείλει το ποσό των ----,-- €.

ΙΙ.- Επί της με αριθμό ----/-- Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης για ποσό ----,-- €, που εκδόθηκε εναντίον του, μετά από αίτηση της «ΤΡΑΠΕΖΑΣ Ε Α.Ε.», πραγματοποίησα τις παρακάτω εργασίες και ο εντολέας μου με βάση την συμφωνία μας, αλλά και τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, μου οφείλει τις αντίστοιχες αμοιβές και δαπανήματα:

1) Άσκησα την με αριθμό κατάθεσης ----/--.--.-- ανακοπή κατά της άνω διαταγής πληρωμής και μου οφείλει την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή μου, όπως αυτή προβλέπεται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων, αλλά και από την συμφωνία μας, δηλαδή μου οφείλει το ποσό (----,-- € Χ 2%) των ----,-- €.

2) Δαπάνησα για δακτυλογράφηση της ανωτέρω ανακοπής (άρθρο 91) ----,-- €.

3) Δαπάνησα για την κατάθεση της ανωτέρω ανακοπής (άρθρο 91) ----,-- €.

4) Δαπάνησα για την επίδοση στην καθ’ ης της ανωτέρω ανακοπής (άρθρο 91) ----,-- €.

5) Συνέταξα το σχετικό πρακτικό αποτυχίας της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς για την συνάντηση που είχε καθορισθεί για τις ----, ημέρα Τετάρτη και ώρα ---- (μη εμφανισθέντος του διαδίκου ή πληρεξουσίου του) και μου οφείλει αμοιβή (ελάχιστη αναφερόμενη στην τετραπλότυπη απόδειξη) ----,-- €.

Δηλαδή συνολικά για την παραπάνω υπόθεση η εντολέας μου οφείλει το ποσό των ----,-- .

ΙΙΙ.- ……………………………………………………………………….

Δηλαδή συνολικά για την παραπάνω υπόθεση η εντολέας μου οφείλει το ποσό των -----,-- .

ΙV.- ……………………………………………………………………….

Δηλαδή συνολικά για την παραπάνω υπόθεση η εντολέας μου οφείλει το ποσό των ----,-- .

V.- …………………………………………………………………………………………..

Δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία η εντολέας μου οφείλει το συνολικό ποσό των ----,-- €.

VΙ.- …………………………………………………………………………

Δηλαδή συνολικά για την παραπάνω υπόθεση η εντολέας μου οφείλει το ποσό των ----,-- .

Συνολικά για όλες τις παραπάνω υποθέσεις που χειρίστηκα η εντολέας μου οφείλει το συνολικό ποσό των ----,-- €.

Κατά την διάρκεια πλειστηριασμών ακινήτων και κινητών της εντολέως μου «----» και εν όψει του ότι κινδύνευε άμεσα η απαίτησή μου από τις εργασίες που είχα πραγματοποιήσει για λογαριασμό της, αναγγέλθηκα σ’ αυτούς ως πιστωτής της, όπως άλλωστε είχα κάθε νόμιμο δικαίωμα να το πράξω, όπως άλλωστε το ίδιο δικαίωμα να πράξει είχε και κάθε άλλος πιστωτής του, όπως άλλωστε είχε κάθε δικαίωμα να το πράξει και η πιστώτριά του εναγομένη, η οποία επίσης το έπραξε.

Συγκεκριμένως αναγγέλθηκα για την μέχρι τότε απαίτησή μου, που ανερχόταν στο ποσό των ----,-- € σε πλειστηριασμό κινητών κατά της εντολέως μου «----», που επέσπευσε η «ΤΡΑΠΕΖΑ Ε Α.Ε.» σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ----/--.--.---- Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου ---- Ζ. Η και συγκεκριμένα σε μηχανήματα της εντολέως μου.

Ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου ---- Θ. Ι και συντάχθηκε η με αριθμό ----/--.--.---- Έκθεση Αναγκαστικού Πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας, με την οποία τα κατακυρώθηκαν στον τελευταίο πλειοδότη αντί τελικού πλειστηριάσματος ----,-- €.

Στον πλειστηριασμό αυτόν αναγγέλθηκα νομίμως και εμπροθέσμως, όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα και ο Συμβολαιογράφος ---- Κ. Λ, που αναπληρούσε την εν τω μεταξύ κενωθείσα θέση της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου τέως Συμβολαιογράφου ---- Θ. Ι, συνέταξε τον με αριθμό ----/---- πίνακα κατάταξης δανειστών και την με αριθμό ----/---- πρόσκληση δανειστών.

Σύμφωνα με τον ανωτέρω πίνακα κατάταξης και μετά την αφαίρεση των εξόδων προδικασίας του πλειστηριασμού του Δικαστικού Επιμελητή (----,-- €) και των εξόδων του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου (----,-- €), κατέταξε αυτός (ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος) πρώτον εμένα προνομιακά και τυχαία (ως έχοντα νόμιμο προνόμιο λόγω της ιδιότητας των κονδυλίων μου ως δικηγορικών αμοιβών) και με τον όρο της τελεσιδικίας της απαιτήσεώς μου για το ποσό των ----,-- € και κανέναν άλλον, λόγω κάλυψης του πλειστηριάσματος.

Μετά την κοινοποίηση προς την εναγομένη από τον επί του Πλειστηριασμού Υπάλληλο της με αριθμό ----/---- πρόσκλησης δανειστών, η εναγομένη άσκησε, όπως άλλωστε θεωρούσε ότι είχε νόμιμο δικαίωμα, εναντίον μου και κατά του με αριθμό -----/---- Πίνακα Κατάταξης του παραπάνω Συμβολαιογράφου, την με αριθμό κατάθεσης ----/--.--.---- και απευθυνόμενη προς το Μονομελές Πρωτοδικείο ---- (τακτική διαδικασία – ανακοπές) ανακοπή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η --.--.---- με αριθμό πινακίου -- και μετά από πρώτη αναβολή δικάσιμος ορίσθηκε η --.--.---- και με αριθμό πινακίου --, μου την κοινοποίησε στις --.--.---- και η οποία ανακοπή επί λέξει έχει ως εξής, ενσωματούμενη στο ιστορικό της παρούσας αγωγής:

ΕΠΙΚΟΛΛΑΤΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΝΑΚΟΠΗ ΣΕ ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ

Όπως προκύπτει σαφέστατα από την ανάγνωση του ανωτέρω δικογράφου, αποκλειστικός στόχος της εναγομένης, ο οποίος υλοποιήθηκε δια των οργάνων της φυσικών προσώπων και ειδικότερα δια της προστηθείσας υπ’ αυτής και υπογράφουσας την ανακοπή Πληρεξούσιας Δικηγόρου της, η οποία είναι έμμισθη υπάλληλός της, εκτελούσα τις εντολές της εργοδότιδάς της εναγομένης, ήταν σαφέστατα η υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς μου, γεγονός που αποδεικνύεται από τα κατωτέρω:

- Ι -

Αναφέρει η εναγομένη στην ως άνω ανακοπή της (σελ. 7 και 8 της ανακοπής της και σελ. -- της παρούσας κατ’ αντιγραφή) και υπό τον λόγο ανακοπής με αριθμό 2 τα εξής: «2. ΔΙΟΤΙ επί της ως άνω (με αριθμό κατάθεσης 2108/03) αγωγής έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 26384/03 απόφαση του Δικαστηρίου Σας, κατόπιν συνομολογήσεως των πραγματικών περιστατικών από την καθ ης οφειλέτιδα ----. Το γεγονός αυτό και μόνο αποκαλύπτει ότι προφανώς υπάρχει συμπαιγνία μεταξύ του καθού η παρούσα και της οφειλέτιδας εταιρείας, κατά της οποίας η «αντιδικία» για τις αναγγελθείσες υπέρογκες αμοιβές του είναι προσχηματική και εικονική. Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το γεγονός ότι με τον αυτό τρόπο, δηλαδή κατόπιν συνομολογήσεως των πραγματικών περιστατικών από τον συνοφειλέτη ----, εξεδόθη για τις αυτές ενέργειες (άσκηση των αυτών ανακοπών κατά των αυτών διαταγών πληρωμής) η υπ’ αριθμ. ----/---- απόφαση του Δικαστηρίου Σας, δια της οποίας επιδικάζεται στον καθ’ ου η παρούσα ποσόν ευρώ: ----. Κατά των αποφάσεων αυτών έχουμε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ----, αντιστοίχως, τις από --.--.---- τριτανακοπές μας, οι οποίες συζητούνται την --.--.----. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αποβληθεί ο καθού από τον επίδικο πίνακα κατάταξης και στη θέση του να καταταγεί η Τράπεζά μας.»

Η παράγραφος αυτή υπαίτια προσβάλλει την προσωπικότητά μου με συκοφαντικούς ισχυρισμούς και μάλιστα για τους ακόλουθους λόγους:

1) Η εναγομένη ψευδέστατα και συκοφαντικότατα ισχυρίζεται ότι με την συνομολόγηση από τους εντολείς μου των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνονται στις αγωγές μου κατ’ αυτών αποκαλύπτεται ότι «ΠΡΟΦΑΝΩΣ» υπάρχει «ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑ» δική μου και των εντολέων μου και η «ΑΝΤΙΔΙΚΙΑ ΜΟΥ» με αυτούς είναι «ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΙΚΗ» με σαφέστατα υπονοούμενο λόγο να καρπωθώ αμοιβές και μάλιστα υπέρογκες, που δεν δικαιούμαι.

2) Η εναγομένη σαφέστατα, ευθέως και εν γνώσει του ότι η παραπάνω πρότασή της προσβάλει την προσωπικότητά μου, κατά παράβαση του άρθρου 57 ΑΚ, συνδέει την υποχρεωτική άσκηση των αγωγών μου (εν όψει του ότι κατατάχθηκα στους πλειστηριασμούς με τον όρο της τελεσιδικίας των απαιτήσεών μου) με δήθεν «ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑ» μου με τους εντολείς μου, με απώτερο στόχο είτε να καρπωθώ εγώ και μόνο αποκλειστικά τις αμοιβές μου είτε και εγώ μαζί με τους εντολείς μου. Φαίνεται τόσο βέβαιη η εναγομένη για την «ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑ» μας ώστε προτάσσει και το επίρρημα «ΠΡΟΦΑΝΩΣ» («…προφανώς υπάρχει συμπαιγνία …»). Εάν η γνώση των ελληνικών δεν είναι επαρκής στην εναγομένη και στην προστηθείσα από αυτήν Δικηγόρο της για μία τόσο γνωστή και καθημερινή λέξη όπως το «προφανώς» και ανατρέξουν στα ερμηνευτικά λεξικά της ελληνικής γλώσσας θα διαπιστώσουν ότι το «προφανώς» σημαίνει από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα «αυτό που φαίνεται από πριν», «καταφανώς», «ολοφάνερα» (ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ», εκδ. «ΓΚΥΤΕΝΜΠΕΡΓΚ» 1994, σελ.311) ή «καταφανώς», «καταδήλως», «ολοφάνερα» («ΕΠΙΤΟΜΟ ΠΛΗΡΕΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ‘ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ’», έκδοση 1972, σελίδα 879), ή «σαφώς», «καταδήλως», «προδήλως», «καταφανώς» («ΝΕΩΤΑΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ», έκδ. «ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΘΗΝΩΝ», 1975, τομ. 3, σελ 2213), ενώ τις ίδιες ερμηνείες έχουν όλα τα σύγχρονα, αλλά και τα παλαιότερα ερμηνευτικά λεξικά. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η ενάγουσα είναι βεβαία ότι υπάρχει μία τέτοια συμπαιγνία μεταξύ εμού και των εντολέων ώστε να καρπωθώ ή καρπωθούμε την αμοιβή μου από παροχή νομικών υπηρεσιών, που είναι και νόμιμες, αλλά, κυρίως, οφειλόμενες. Έτσι, προφανώς για να με κατασυκοφαντήσει ψευδέστατα και κακοηθέστατα η εναγομένη περιλαμβάνει στην ανακοπή της τον σχετικό συκοφαντικό της ισχυρισμό. Ελεεινότερη μορφή συκοφαντικής δυσφήμησης Δικηγόρου εκ μέρους ενός τραπεζικού φορέα δεν έχει, νομίζω, επιδείξει κανένας άλλος τραπεζικός φορέας ή άλλος φορέας δημόσιος ή ιδιωτικός ή πρόσωπο, αφού με αυτήν την κατασυκοφάντησή μου, πλήττεται καίρια όχι μόνο η προσωπικότητά μου, αλλά στο πρόσωπό μου όσοι συνάδελφοι αποτολμήσουν να ασκήσουν ανακοπές κατά της εναγομένης υποστηρίζοντας οφειλέτες της.

3) Για να κάνει σαφέστερη και άνευ αμφισβητήσεως, όμως, η εναγομένη την προσβολή της προσωπικότητάς μου με τις υπαίτιες συκοφαντίες της, βρίσκει και αποδεικτικά «δεκανίκια» (στοιχεία) από τα οποία προκύπτει η δήθεν «προφανής συμπαιγνία μας». Τα στοιχεία αυτά είναι ότι οι εντολείς μου «συνομολόγησαν» τις αγωγές μου. Προφανώς η εναγομένη θα ήθελε οι εντολείς μου, ως κοινοί απατεώνες, να εμφανισθούν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ----, που δίκαζε τις υποχρεωτικά κατατεθείσες αγωγές μου (ώστε η απαίτησή μου να καταστεί τελεσίδικη) και να αρνηθούν τις συμφωνίες που είχαμε κάνει σχετικά με τις αμοιβές μου, με αποκλειστικό στόχο να ικανοποιηθεί η εναγομένη και να πεισθεί ότι δεν υπάρχει «προφανής συμπαιγνία». Αλλά κάτι τέτοιο δεν θα τιμούσε τους έντιμους εντολείς μου, που ομολόγησαν μία πραγματοποιηθείσα και υλοποιηθείσα συμφωνία μας, αλλά ούτε και τον νομοθέτη ο οποίος καθιέρωσε την ομολογία σαν θεσμό στα άρθρα 352 – 354 ΚΠολΔ, αλλά εισήγαγε και την διάταξη του άρθρου 214Α ΚΠολΔ, από την οποία εμμέσως πλην σαφώς προκύπτει ότι στην επιτυχία της εξώδικης επίλυσης της διαφοράς ενυπάρχει η έννοια της συνομολόγησης από πλευράς αντιδίκων πραγματικών περιστατικών που υφίστανται στη διαφορά τους. Με την αποδοχή ως μη συκοφαντικού του επικίνδυνου και νομικά αβάσιμου ισχυρισμού της εναγομένης ότι κάθε δικαστική συνομολόγηση πραγματικών περιστατικών αποδεικνύει (και όχι πιθανολογεί) «ΟΛΟΦΑΝΕΡΗ (ΠΡΟΦΑΝΗ) ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑ» κινδυνεύει άμεσα η νομική τάξη, αφού θα μπορεί ο οποιοσδήποτε να αμφισβητήσει ως «ΟΛΟΦΑΝΕΡΗ (ΠΡΟΦΑΝΗ) ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑ» την συνομολόγηση πραγματικών περιστατικών από διαδίκους και μάλιστα δεν θα αργήσει η στιγμή κατά την οποία θα αναζητούνται και ευθύνες από τους λειτουργούς της δικαιοσύνης για το ότι συνέπραξαν στην έκδοση αποφάσεων κατά την εκδίκαση των οποίων υπήρχε «ΟΛΟΦΑΝΕΡΗ (ΠΡΟΦΑΝΗΣ) ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑ» των διαδίκων με την συνομολόγηση πραγματικών περιστατικών. Η άποψη της εναγομένης περί «ΟΛΟΦΑΝΕΡΗΣ (ΠΡΟΦΑΝΟΥΣ) ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑΣ» μου με τους αντιδίκους μου, που προκύπτει από την συνομολόγησή τους πραγματικών περιστατικών δεν είναι μόνο συκοφαντική για την προσωπικότητά μου, αλλά είναι συκοφαντική για όλους τους έντιμους ανθρώπους που ομολογώντας τα πραγματικά περιστατικά με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, κινδυνεύουν να θεωρηθούν συμμέτοχοι σε πιθανά αδικήματα. Το ότι η συνεχώς εκφέρουσα μία τέτοια άποψη περί «ΟΛΟΦΑΝΕΡΗΣ (ΠΡΟΦΑΝΟΥΣ) ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑΣ» είναι ένας τεράστιος τραπεζικός οργανισμός, συνεχώς διογκούμενος, με πληρέστατα νομικά τμήματα και πληθώρα ικανών δικηγόρων, καθιστά προφανές ότι με την συνεχή επανάληψη τέτοιων συκοφαντικών ισχυρισμών θέλει να δημιουργήσει ερείσματα που θα εξυπηρετούν τα συμφέροντά της, χωρίς να ενδιαφέρεται για την προσβολή της προσωπικότητας, αφού διαθέτει οικονομική ευρωστία τέτοια, που φαίνεται απαγορευτική στον οποιονδήποτε θελήσει να αντισταθεί.

4) Σαφέστατα, λοιπόν, προκύπτει η προσβολή της προσωπικότητάς μου με την κατασυκοφάντησή μου από την εναγόμενη, η οποία είχε σαφέστατη πρόθεση να με κατασυκοφαντήσει, αφού η υπαιτιότητά της στην πρόθεσή της αυτή προκύπτει αβιάστως και προφανώς.

- ΙΙ -

ΕΠΕΙΔΗ από τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. α’, 59 εδ. α και 932 του ΑΚ, σε συνδυασμό και τα άρθρα 361, 362, 363 και 367 ΠΚ, συνάγεται ότι όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1) πλέγμα των αξιών που απαρτίζουν την ηθική υπόσταση του ανθρώπου, και ειδικότερα προσβάλλεται στην, προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 2 και 9 παρ. 1), Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, Ν.Δ. 53/1974, άρθρο 8) και από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ, Ν. 2462/1997, άρθρα 17 και 22), τιμή του ή η υπόληψή του με συκοφαντία, δυσφήμιση ή εξύβριση, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Σε περίπτωση που η προαναφερόμενη προσβολή υπήρξε και υπαίτια, το Δικαστήριο μπορεί επιπλέον, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Έτσι, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβαλλόντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητος. Ειδικότερα, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει υπαιτιότητα του προσβαλλόντος, κατά την άποψη που κτρατεί στη νομολογία[1], ενώ η θεωρία έχει άλλη άποψη[2].

ΕΠΕΙΔΗ μεταξύ των προστατευομένων αγαθών που περιλαμβάνονται στην προσωπικότητα ενός ατόμου είναι και η τιμή αυτού, ως ηθικό και κοινωνικό αγαθό, δηλαδή η αξία που αποδίδεται σε κάθε άνθρωπο από την κοινωνία[3] .

ΕΠΕΙΔΗ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπόψη το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών, η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ.[4]

ΕΠΕΙΔΗ από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται ο υπαίτιος να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον άλλου για τρίτο πρόσωπο γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, το γεγονός δε αυτό να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του. Ως γεγονός νοείται όχι μόνο κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, αλλά και κάθε συγκεκριμένη κατάσταση ή συμπεριφορά που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και αντιτίθεται στην ηθική ή στην ευπρέπεια. Για την υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος εγκλήματος απαιτείται η συνδρομή του στοιχείου του δόλου, που συνίσταται στη θέληση του δράστη να βλάψει την τιμή και την υπόληψη εκείνου στον οποίον αποδίδεται ψευδές γεγονός, εν γνώσει της αναλήθειάς του. Εάν δεν συντρέχει το στοιχείο του ψευδούς του ισχυρισθέντος ή διαδοθέντος γεγονότος, ή ο υπαίτιος δεν τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του, διαπράττει το έγκλημα της απλής δυσφήμησης, κατά δε τις προβλέψεις του άρθρου 367 ΠΚ, ο άδικος χαρακτήρας των εξυβριστικών ή δυσφημιστικών εκδηλώσεων αίρεται εκτός των άλλων περιπτώσεων και όταν έγιναν προς εκτέλεση νομίμου καθήκοντος, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, με την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση, ότι οι εκδηλώσεις αυτές δεν περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης και αποτελούν στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και ο σκοπός του δράστη δεν κατευθύνεται στην προσβολή της τιμής του άλλου[5].

ΕΠΕΙΔΗ κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 και 2 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επίσης δε έχει αξίωση κατά του προσβάλλοντος αυτήν για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Από τις διατάξεις αυτές, αλλά και από άλλες τόσο του Α.Κ. όσο και ειδικών νόμων, που πρέπει πλέον να αντιμετωπίζονται ως ειδικεύσεις του άρθρου 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται ο θεμελιώδης κανόνας του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, προκύπτει ότι το δίκαιο ανάγει τον άνθρωπο καθ’ εαυτόν σε αυτοτελές αντικείμενο προστασίας και επιβάλει το σεβασμό της προσωπικότητάς του από τρίτους. Η προσωπικότητα εξωτερικώς παρίσταται από διάφορες εκφάνσεις, με τη γενική δε ρήτρα περί παρανόμου προσβολής επιτυγχάνεται ο εντοπισμός αλλά και η διεύρυνση της προσωπικότητας εκείνων που κατά την επιστήμη και τις κοινωνικές συναλλακτικές αντιλήψεις θεωρούνται προστατεύσιμες. Μέσα της καθιερούμενης σφαιρικής προστασίας της προσωπικότητας είναι η άρση της προσβολής, η παράλειψη αυτής στο μέλλον και η ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το δικαίωμα επί της προσωπικότητας αποτελεί κατηγορία δικαιώματος με ιδιαίτερη φυσιογνωμία, που το αποχωρίζει από τα γνωστά είδη δικαιωμάτων. Είναι δικαίωμα μη περιουσιακό, ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, είναι αυτοτελές για κάθε πρόσωπο, απαράγραπτο, απολύτως προσωπικό και απόλυτο, με την έννοια ότι ο δικαιούχος απευθύνεται κατά οιουδήποτε τρίτου που τον διαταράσσει και απαιτεί την παράλειψη της διατάραξης. Προσβολή της προσωπικότητας ενέχει κάθε πράξη τρίτου προσώπου με την οποία διαταράσσεται η κατά τη στιγμή της προσβολής υπάρχουσα κατάσταση ως προς τις διάφορες εκφάνσεις της προσωπικότητας, σε κάθε δε έκφανση αντιστοιχεί και ιδιαίτερος τρόπος προσβολής, που μπορεί να συντελεστεί και με παράλειψη.

ΕΠΕΙΔΗ η παραπάνω συμπεριφορά της εναγομένης προσέβαλε κατάφωρα την προσωπικότητά μου, την τιμή, την υπόληψή μου καθώς και κυρίως την επαγγελματική μου δράση, τραυματίζοντας την ψυχική μου υγεία, δοθέντος ότι η εναγομένη διέδωσε τα ψευδή γεγονότα που διαλαμβάνονται ανωτέρω κυρίως σε συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης, δηλαδή σε δικαστικό επιμελητή, δικαστές, γραμματέα και σε λοιπούς συναδέλφους μου δικηγόρους, έθεσε δε με τον τρόπο αυτόν σε κίνδυνο την πνευματική και σωματική μου γαλήνη, αφού μου προκάλεσε σωματική και ψυχική ταλαιπωρία.

- IΙΙ -

Στην υπό κρίση υπόθεση σαφέστατα καταφαίνεται η πρόθεση της εναγομένης να προβεί στην συκοφαντική μου δυσφήμιση, διά των όσων περιλαμβάνονται στην ανακοπή της κατ’ εμού, την οποία έλαβε γνώση ο επιδόσας την αγωγή της σε μένα Δικαστικός Επιμελητής του Πρωτοδικείου ---- κ. Ν. Ξ, ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την δικάσιμο της --.--.----, ο οποίος αγνοώντας την αναβολή μελέτησε την υπόθεση, ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την δικάσιμο της --.--.----, δικάσιμο κατά την οποία εκδικάσθηκε η ανακοπή της αντιδίκου μου που περιείχε τους συκοφαντικούς ισχυρισμούς της, η Γραμματέας της έδρας του ίδιου Δικαστηρίου, οι διάδικοι, μάρτυρες και λοιπό ακροατήριο εκείνης της ημέρας, ο Συμβολαιογράφος ---- Κ. Λ, προς τον οποίο κοινοποιήθηκε το δικόγραφο της ανακοπής, αλλά, κυρίως, οι συνάδελφοί μου που παρακολούθησαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την δίκη, όταν διαπίστωσαν ότι δικάζεται, ως καθ’ ου η ανακοπή, συνάδελφός τους και η περιέργειά τους, φυσικό επακόλουθο της καθημερινής μας επαφής τους οδήγησε να παρακολουθήσουν την δίκη με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης συνετελέσθη και ειδικότερα στην συμπεριφορά της εναγομένης ενυπήρχαν τα εξής στοιχεία που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος και συγκεκριμένως:

· Η απλή δυσφήμιση (άρθρο 362 Π.Κ.), δηλαδή ισχυρισμός ή διάδοση καθ’ οιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου περί τινος άλλου προσώπου γεγονότος, το οποίο θα ήταν δυνατό να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του (ο ισχυρισμός δηλαδή της εναγομένης ότι «Το γεγονός αυτό και μόνο ( δηλαδή η κατόπιν συνομολογήσεως των πραγματικών περιστατικών από την καθ ης οφειλέτιδα ΣΑΝΤΕ ΑΒΕΕ) αποκαλύπτει ότι προφανώς υπάρχει συμπαιγνία μεταξύ του καθού η παρούσα και της οφειλέτιδας εταιρείας, κατά της οποίας η «αντιδικία» για τις αναγγελθείσες υπέρογκες αμοιβές του είναι προσχηματική και εικονική.)

· Το γεγονός αυτό ήταν ψευδές, αφού γνωρίζει η εναγομένη ότι για αυτές τις αμοιβές έγιναν αντίστοιχες εργασίες και εν πάση περιπτώσει αγνοεί πλήρως την ύπαρξη οποιασδήποτε συμπαιγνίας την οποία όμως δεν την θεωρεί ως πιθανή αλλά ως ολοφάνερα υπαρκτή.

· Η εναγομένη τελούσε εν γνώσει ότι όσα περιλαμβάνονται στην αγωγή της ήταν ψευδή, αφού η γνώση της υπάρξεως ΟΛΟΦΑΝΕΡΗΣ (ΠΡΟΦΑΝΟΥΣ) ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑΣ απαιτεί και απόδειξη της ύπαρξής της, απόδειξη που δεν εισφέρει με το συκοφαντικό δικόγραφο της ανακοπής της.

· Τα όσα παραπάνω συκοφαντικά αναφέρει η εναγομένη δεν αποτελούν στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και ο σκοπός της κατευθυνόταν στην προσβολή της τιμής μου και της εν γένει προσωπικότητάς μου, αφού θα μπορούσε ακόμη και να πιθανολογήσει την συμπαιγνία όχι όμως να την θεωρεί ΟΛΟΦΑΝΕΡΗ (ΠΡΟΦΑΝΗ).

ΕΠΕΙΔΗ η παραπάνω συμπεριφορά της εναγομένης προσέβαλε κατάφωρα την προσωπικότητά μου, την τιμή, την υπόληψή μου καθώς και κυρίως την επαγγελματική μου δράση, τραυματίζοντας την ψυχική μου υγεία, δοθέντος ότι η εναγομένη διέδωσε τα ψευδή γεγονότα που διαλαμβάνονται ανωτέρω κυρίως σε συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης, δηλαδή σε δικαστικό επιμελητή, δικαστές, γραμματέα, συμβολαιογράφο και δικηγόρους, έθεσε δε με τον τρόπο αυτόν σε κίνδυνο την πνευματική και σωματική μου γαλήνη, αφού μου προκάλεσε σωματική και ψυχική ταλαιπωρία.

ΕΠΕΙΔΗ μετά από αυτά νόμιμος συντρέχει λόγος όπως η εναγομένη υποχρεωθεί, με απόφασή σας που πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να παύσει την προσβολή της προσωπικότητάς μου, να διαταχθεί η απαγόρευση της προσβολής της προσωπικότητάς μου στο μέλλον και να υποχρεωθεί να μου καταβάλει το ποσό των ---- χιλιάδων ευρώ (----,-- €) σαν δίκαιη και εύλογη αποζημίωσή μου για την ηθική βλάβη που έχω υποστεί από την παράνομη, υπαίτια συκοφαντική της συμπεριφορά εν όψει του είδους της προσβολής, του μεγέθους αυτής, του τρόπου και της διάρκειάς της, λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και το ποσό αυτό νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΕΙΔΗ η αγωγή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΖΗΤΩ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΛΟΓΟΥΣ:

Να γίνει δεκτή η αγωγή μου ως νόμιμη, βάσιμη και αληθινή.

Να υποχρεωθεί η εναγομένη να παύσει την προσβολή της προσωπικότητάς μου.

Να απαγορευτεί στην εναγόμενη επανάληψη της προσβολής της προσωπικότητάς μου στο μέλλον.

Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να μου καταβάλει το ποσό των ---- χιλιάδων ευρώ (----,00 €) σαν δίκαιη και εύλογη αποζημίωσή μου για την υλική ικανοποίηση της ηθικής μου βλάβης που έχω υποστεί από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση λόγω της αδικοπρακτικής φύσης της διαφοράς.

Να καταδικασθεί η αντίδικός μου στην δικαστική μου δαπάνη.

---- --.--.----

Ο ΕΝΑΓΩΝ



[1] Βλέπετε ΑΠ 167/2000 ΕλλΔνη 41, 772 – ΕφΑθ 1688/1998 ΕλλΔνη 39, 667 – ΕφΑθ 12154/1990 ΕλλΔνη 1991, 1673 κ.ά.

[2] Βλέπετε ΑΚ Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, άρθρο 932, αρ. 5

4 Βλέπετε ό.π. άρθρο 57, αρ. 6 και Γαζή, Γεν.Αρχ., παρ. 44 ΙΙ, Ιβ’

[4] Βλέπετε ΑΚ Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, άρθρο932, αρ. 22 και επ. με παραπομπές στη νομολογία

[5] ΑΠ 1493/1990 ΠοινΧρον ΜΑ, 659, ΑΠ 1197/1992, ΠοινΧρον ΜΒ, 836