Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΠΟ "ΤΕΙΡΕΣΙΑ"-ΑΓΩΓΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΛΟΓΩ ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …………..
Α Γ Ω Γ Η
Μ. Ν. του Α., κατοίκου Θεσσαλονίκης, Κ. 6.
Κ Α Τ Α
Της στην Αθήνα (Αλαμάνας 1 & Πρεμετής) εδρεύουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΕ» («ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ»), που εκπροσωπείται νόμιμα.
__________________________
Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Είμαι εργολάβος οικοδομών ασχολούμενος από ετών με την ανέγερση πολυώροφων οικοδομών είτε με το σύστημα της αντιπαροχής, είτε σε δικά μου εν όλω ή εν μέρει οικόπεδα.
Η εναγομένη είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δηλαδή Ανώνυμη Εταιρία, η οποία έχει ιδρυθεί από είκοσι οκτώ Τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην Eλλάδα, προκειμένου να συλλέγει, καταχωρεί και επεξεργάζεται οικονομικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Κατά την διάρκεια της επαγγελματικής μου δραστηριότητας ουδέποτε ζήτησα και έλαβα δάνειο προς ευόδωση των οικονομικών μου δραστηριοτήτων και οι σχέσεις μου με το τραπεζικό σύστημα και όλες τις Τράπεζες που το απαρτίζουν ήταν άριστες, αφού ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν συναλλαγματικές μου, ουδέποτε εμφανίστηκαν στις πληρώτριες τράπεζες και έμειναν απλήρωτες επιταγές μου και εν γένει ουδέποτε καθυστέρησα οποιαδήποτε οφειλή μου προς οποιονδήποτε χρηματοπιστωτικό φορέα με τον οποίο συνεργάστηκα.
Εξ αιτίας αυτής της άριστης οικονομικής συμπεριφοράς μου η πιστοληπτική μου ικανότητα ήταν άριστη και ουδέποτε υπήρξε κάποιο πρόβλημα στις συναλλαγές μου με οποιαδήποτε τράπεζα ή εν γένει οποιοδήποτε πιστωτικό οργανισμό.
Στις 28.09.2004 μου κοινοποιήθηκαν οι εξής αποφάσεις:
1) Η με αριθμό 0000/2002 απόφαση του Ειρηνοδικείου ……….. (τακτική διαδικασία), σε φωτοαντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο, η οποία εκδόθηκε μετά την άσκηση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 000/2001 αγωγής, η οποία με υποχρέωνε να καταβάλω στον ενάγοντα Κ. Σ. του Ν. το ποσό των 3.521,64 €, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, ενώ ακολουθούσε παρά πόδας αυτής επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτασσόμουν να καταβάλω στον άνω ενάγοντα τα εξής ποσά: α) για απαίτηση που επιδικάσθηκε 3.521,64 €, β) για νόμιμους τόκους υπερημερίας 1.395,80, γ) για δικαστική δαπάνη 180,00 €, δ) για τέλος απογράφου 177,05 €, ε) για έκδοση αντιγράφου 5,00 € και στ) για σύνταξη και επίδοση της επιταγής προς πληρωμή, νομική συμβουλή κλπ 420,00 €, δηλαδή συνολικά το ποσό των 5.699,49 €.
2) Η με αριθμό 0000/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ………….., σε φωτοαντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο, η οποία εκδόθηκε μετά την άσκηση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 0000/2002 έφεσής μου κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Ειρηνοδικείου …………., η οποία απέρριπτε την έφεσή μου και με καταδίκαζε να καταβάλω στον εφεσίβλητο ενάγοντα Κ. Σ. του Ν. το ποσό των 270,00 € ως δικαστική δαπάνη, ενώ ακολουθούσε παρά πόδας αυτής επιταγή προς πληρωμή με την οποία επιτασσόμουν να καταβάλω στον άνω ενάγοντα εφεσίβλητο τα εξής ποσά: α) για την δικαστική δαπάνη που επιδικάσθηκε 270,00 €, β) β) για έκδοση αντιγράφου 5,00 € και γ) για σύνταξη και επίδοση της επιταγής προς πληρωμή, νομική συμβουλή κλπ 70,00 €, δηλαδή συνολικά το ποσό των 345,00 €.
Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεών μου με τον ενάγοντα εφεσίβλητο, σχετικά με τον χρόνο και τον τρόπο πληρωμής, αυτός, με την με αριθμό 0000/18.10.2004 κατασχετήρια έκθεση ακινήτου του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου ……….. Α. Κ. κατάσχεσε αναγκαστικώς ποσοστό 37,50% εξ αδιαιρέτου του με αριθμό 000 οικοπέδου που βρίσκεται στην περιφέρεια του Νομού, Δήμου και Ειρηνοδικείου ………, στο με αριθμό 15 τετράγωνο, του προσφυγικού συνοικισμού …………. …………. και επί της οδού Α. Π. 42, κυριότητας, νομής και κατοχής μου και η κατάσχεση αυτή εγγράφηκε στα βιβλία κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου ………. στον τόμο 000 και με αριθμό 00.
Με την με αριθμό 0000/25.10.2004 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας του ίδιου Δικαστικού Επιμελητή, η οποία μου κοινοποιήθηκε στις 01.11.2004, ορίσθηκε ημέρα πλειστηριασμού του ως άνω ακινήτου η 08.12.2004, ενώπιον της συμβολαιογράφου ……………….. Ι. Χ., ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου.
Στις 19.11.2004 ημέρα Παρασκευή, ως όφειλα, ως έντιμος και συνεπής επιχειρηματίας και πολίτης, εξόφλησα πλήρως την ανωτέρω απαίτηση του αντιδίκου μου.
Τρεις ημέρες αργότερα και συγκεκριμένως την Δευτέρα 22.11.2004 ο ενάγων εφεσίβλητος αντίδικός μου, ως όφειλε, ως έντιμος και συνεπής πολίτης, εμφανίσθηκε ενώπιον της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου ………… Ι. Χ. και με την με αριθμό 0000/22.11.2004 πράξη της ως άνω συμβολαιογράφου ήρε την κατάσχεση που είχε επιβάλει επί του προαναφερθέντος ακινήτου μου.
Η ως άνω άρση της κατάσχεσης δημοσιεύθηκε στα βιβλία κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου …………… στις 24 Νοεμβρίου 2004 και από εκείνη την ημέρα ήρθη η επιβληθείσα κατάσχεση στο ακίνητό μου και από το Υποθηκοφυλακείο …………..
Β.- Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ
Περί την 10η Σεπτεμβρίου 2005, δηλαδή περί τους δέκα (10) μήνες μετά την άρση της ως άνω κατάσχεσης, και μετά από προφορικές συνεννοήσεις μου με την «ΤΡΑΠΕΖΑ ……….. Α.Ε.» (υποκατάστημα …………. της …………) επήλθε αρχική συμφωνία με αυτήν, για την δανειοδότησή μου από αυτήν με ποσό 35.000 €, το οποίο είχα άμεση ανάγκη για την ευόδωση των επιχειρηματικών μου στόχων και την οικονομική μου ανέλιξη. Αιφνιδίως, στις 16.09.2005, οι υπεύθυνοι του εν λόγω υποκαταστήματος με κάλεσαν και μου γνώρισαν ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν στην δανειοδότησή μου, διότι, μετά από αίτησή τους, η εναγομένη τους γνωστοποίησε εκείνη την ημέρα (16.09.2005 και μετά από 10 μήνες από την άρση της ανωτέρω κατάσχεσης) προσωπικά μου δεδομένα, σύμφωνα με τα οποία υπήρχαν δυσμενή σε βάρος μου στοιχεία.
Έκπληκτος, γιατί γνώριζα ότι ουδέν δυσμενές στοιχείο σχετικά με τις οικονομικές μου συναλλαγές υπήρχε, ζήτησα αμέσως τα σχετικά στοιχεία και διαπίστωσα ότι η εναγομένη είχε γνωστοποιήσει στην ανωτέρω Τράπεζα, χωρίς προηγουμένως να με ενημερώσει, δυσμενή στοιχεία σε σχέση με την προαναφερθείσα κατάσχεση, η οποία είχε αρθεί προ δεκαμήνου στις 24.11.2004 και η οποία φαινόταν στα στοιχεία που γνωστοποίησε η εναγομένη ότι ίσχυε ακόμη, αφού δεν αναφερόταν η προ δεκάμηνου άρση της.
Η έκπληξή μου, όμως έγινε αγανάκτηση, όταν διαπίστωσα ότι η συγκεκριμένη κατάσχεση είχε καταχωρηθεί στο ηλεκτρονικό σύστημα της εναγομένης στις 12.01.2005, δηλαδή 1,5 ολόκληρο μήνα μετά την νομότυπη άρση της στο Υποθηκοφυλακείο ………….., γεγονός που σημαίνει ότι η καταχώρηση έγινε αν όχι από δόλο τουλάχιστον από βαρεία αμέλεια της εναγομένης, ενώ συγχρόνως η εναγομένη πριν την κοινοποίηση του ως άνω δυσμενούς στοιχείου δεν φρόντισε να ελέγξει την ακρίβεια των μεταδοθέντων προσωπικών μου στοιχείων.
Γ.- ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΪΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Από το άρθρο 249 παρ. 1, 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης, περί ιδρύσεως της Eυρωπαϊκής Κοινότητας (πρώην άρθρο 189 παρ.1, 3), προκύπτει σαφώς ότι οι οδηγίες που εκδίδουν προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το Ευρωπαϊκό Kοινοβούλιο από κοινού με το Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή) αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Ένωσης στο οποίο απευθύνονται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Έτσι, οι Οδηγίες απευθύνονται όχι απευθείας στους ιδιώτες θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνον προς τα κράτη - μέλη της Ε.Ε., αφού μόνον αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκομένου αποτελέσματος. Το κράτος - μέλος που είναι αποδέκτης της Οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα και τύπο, όμως, τα οποία το ίδιο θα επιλέξει (Νόμο, Προεδρικό Διάταγμα, Yπoυργική Aπόφαση και εν γένει κανόνες δικαίου της εθνικής έννομης τάξεως). Αν η Οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους που δεν έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής, δηλαδή οι διατάξεις της είναι χωρίς αιρέσεις, επιφυλάξεις, περιθώρια επιλογής και επαρκώς ακριβείς, ώστε να καθίσταται δυνατό στα Εθνικά Δικαστήρια να προσδιορίσουν το ακριβές περιεχόμενο του δικαιώματος, τον δικαιούχο και τον υπόχρεο αυτού καθώς και τον τρόπο άσκησής του τότε υπάρχει η δυνατότητα στους ιδιώτες να την επικαλεστούν έναντι του κράτους (κάθετη ισχύς Οδηγίας). Σε περίπτωση που οι διατάξεις της Οδηγίας δεν είναι σαφείς, επαρκείς και ανεπιφύλαχτες και επομένως δεν μπορούν να εφαρμοσθούν, οι ιδιώτες μπορούν να προσφύγουν στα εθνικά δικαστήρια και να ζητήσουν από το κράτος - μέλος αποζημίωση τη ζημία που υπέστησαν λόγω της μη μεταφορά της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιό του. Ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει την εξουσία να μεταβάλει τις διατάξεις της Οδηγίας, διότι τότε παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου κατ` άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις ευρωπαϊκές κοινότητες από 1.1.1981 δυνάμει της από 28.5.1979 συνθήκης προσχωρήσεως της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ., που κυρώθηκε με το Ν 945/1979 , ακόμη και του Συντάγματος κατά τα άρθρα 2, 10 (πρώην 5) της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας .
Ακολούθως, σύμφωνα με την Οδηγία 95/46/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24.10.1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών : "Όταν τα δεδομένα δεν έχουν συλλεγεί από το πρόσωπο το οποίο αφορούν, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, ευθύς ως καταχωρηθούν τα δεδομένα ή, εάν προβλέπεται ανακοίνωσή τους σε τρίτους, το αργότερο κατά την πρώτη ανακοίνωση τους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκπρόσωπός του πρέπει να παρέχει στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδoμένα τις εξής πληροφορίες, εκτός εάν το πρόσωπο αυτό έχει ήδη ενημερωθεί : α) την ταυτότητα του υπευθύνου της επεξεργασίας και ενδεχομένως, του εκπροσώπου του, β)τους σκοπούς της επεξεργασίας, γ) οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία, όπως την ύπαρξη δικαιώματος πρόσβασης στα δεδομένα που το αφορούν και δικαιώματος διόρθωσής τους, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες, λόγω των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες συλλέγονται τα δεδομένα, ώστε να εξασφαλίζεται η θεμιτή επεξεργασία, έναντι του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα (άρθρο 11 παρ. 1 της Οδηγίας).
Εξάλλου, με το άρθρο 23 του Ν. 2472/1997, που εκδόθηκε προς προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στην παραπάνω Οδηγία: "1. Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος οφείλει να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. 2. Η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ` ελάχιστο στο ποσόν των δύο εκατομμυρίων δραχμών, εκτός εάν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσόν ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως της απαιτούμενης αποζημίωσης για περιουσιακή βλάβη". Ενώ, με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου προβλέφθηκε ότι "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως : α) "δεδoμένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων... γ) "υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως.... δ) "επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νπδδ ή νπιδ ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδoση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή... ζ) "υπεύθυνος επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδoμένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός .... θ) "Τρίτος", κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα... ι) "αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνεται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο η όχι., ιβ) "Αρχή", η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ` τον παρόντος νόμου".
Επίσης, κατά το άρθρο 4, παρ. 1 περ. γ του ίδιου νόμου : "Tα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: ... γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση". Εξάλλου κατά το άρθρο 11, παρ. 3 του ίδιου νόμου : "Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς".
Ακολούθως, κατά την 408/3.12.1998 απόφαση της Αρχής , που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του πιο πάνω νόμου και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι:
«Για να μη θιγούν ουσιωδώς, κατά την επεξεργασία των προσωπικώv δεδομένων οι θεμελιώδεις ελευθερίες των υποκειμένων, αλλά και να ικανοποιηθεί το έννομο συμφέρον της άσκησης του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας με βάση πληρoφoρίες που εξασφαλίζουν την εμπορική πίστη, την αξιοπιστία και την ασφάλεια των συναλλαγών, η συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να πραγματοποιείται από τους ακόλουθους τουλάχιστον, περιορισμούς: 1) Τα δεδομένα που επιτρέπεται να συλλέξουν οι εταιρίες χωρίς συγκατάθεση των υποκειμένων είναι μόνον α) αιτήσεις πτωχεύσεων, β) αποφάσεις επί αιτήσεων πτωχεύσεων, γ) διαταγές πληρωμής, δ) προγράμματα πλειστηριασμού ακινήτων, ε) προγράμματα πλειστηριασμoύ κινητών, στ) μεταβολές προσωπικών εταιριών, ζ) μεταβολές ΑΕ, ΕΠΕ και Kοινοπραξιών, η) υποθήκες και προσημειώσεις υποθηκών, θ) κατασχέσεις και επιταγές βάσει ν.δ 1923, ι) ακάλυπτες επιταγές, ια) διαμαρτυρημένες συναλλαγματικές και γραμμάτια εις διαταγήν. 2. Μετά τη συλλογή των υπ` αριθμ. 1 δεδομένων και πριν από κάθε διαβίβαση ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να ενημερώσει ατομικά τα υποκείμενα βάσει του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997, ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματα πρόσβασης και, αντίρρησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 12 και 13 του εν λόγω νόμου.»
Εν συνεχεία, κατά την απόφαση αριθ. 109/31.3.1999 της Αρχής: «Γ) Τα δυσμενή για το υποκείμενο πρoσωπικά δεδομένα που διαβιβάζονται, κάθε φορά στον αποδέκτη, πρέπει να είναι ακριβή και ενημερωμένα μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης. Η ακρίβεια και ενημέρωση των στοιχείων αποτελεί βάρος του υπευθύνου επεξεργασίας και σε καμία περίπτωση του υποκειμένου».
Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων 57, 59 και 299 ΑΚ, συνάγεται ότι επί πρoσβoλής της προσωπικότητος, την οποία συνιστά κάθε παράνομη, με πράξη ή παράλειψη, προσβολή των αγαθών που συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο και συγκροτούν τη σωματική, ψυχική, πνευματική και κοινωνική ατομικότητα του βλαπτομένου (ζωή, τιμή, υπόληψη, υγεία, ελευθερία, σωματική ακεραιότητα, απόρρητο ιδιωτικής ζωής, εικόνα προσώπου, κλπ), ο τελευταίος δικαιούται να ζητήσει αφενός την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή υπαιτιότητας του προσβαλλόντος και αφετέρου, με συνδρoμή και του στοιχείου της υπαιτιότητας, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, εφόσον αυτή είναι σημαντική , η οποία συνίσταται σε πληρωμή χρηματικoύ ποσού, δημοσίευμα ή οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις .
Δ.- ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ
Η εναγόμενη σαφέστατα και εναργέστατα παραβίασε τις ακόλουθες ισχύουσες και υποχρεωτικές για την εφαρμογή τους διατάξεις:
1) Την διάταξη του άρθρου 11 παράγραφος 1 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24.10.1995, αφού ο κατά τα άνω υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκπρόσωπός του δεν μου παρείξε, ως όφειλε και είχε υποχρέωση τις πληροφορίες που απαιτούνται, δηλαδή α) την ταυτότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας, β) τους σκοπούς της επεξεργασίας και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία, όπως την ύπαρξη δικαιώματος πρόσβασης στα δεδομένα που με αφορούν και το δικαίωμά μου διόρθωσής τους, ώστε να εξασφαλιστεί η θεμιτή επεξεργασία έναντι του προσώπου μου. Τούτο και ευκολότατο ήταν και μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων της εναγομένης, αφού η διεύθυνσή μου ήταν γνωστή (ανεγράφετο σε όλα τα δικόγραφα – κατασχέσεις – προγράμματα πλειστηριασμών κλπ) που επεξεργάστηκε η εναγόμενη και θα μπορούσε με κάθε άνεση και με ελάχιστο κόστος (μίας συστημένης ή επί αποδείξει επιστολής) να με ενημερώσει. Τούτο, όμως, δεν το έπραξε η εναγομένη, ούτε κατά την συλλογή τους, ούτε κατά την καταχώρησή τους (κατά την οποία τα δυσμενή στοιχεία, όπως προαναφέρθηκε δεν υπήρχαν), αλλά ούτε και μετά από την παράνομη καταχώρησή τους. Η παράλειψή της έγινε από δόλο που εκπηγάζει από την νοοτροπία που διακατέχει τους υπεύθυνους – προστηθέντες της υπαλλήλους για το ότι η καλυπτόμενη από νόμους συλλογή στοιχείων για τα προσωπικά δεδομένα του οποιουδήποτε υποκειμένου τους δίνει την δυνατότητα να ενεργούν κακόβουλα και με αποκλειστικό στόχο να βλάψουν, χωρίς κανένα έλεγχο ή κύρωση την προσωπικότητα του υποκειμένου σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Άλλως, η παράλειψή της έγινε από ενδεχόμενο δόλο, άλλως από βαρύτατη αμέλεια.
2) Τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 11, 12 και 13 του Ν. 2472/1997 και την με αριθμό 408/3.12.1998 απόφαση της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες, μετά τη συλλογή των αναφερόμενων στον Νόμο προσωπικών δεδομένων και πριν από κάθε διαβίβαση, ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να ενημερώσει ατομικά τα υποκείμενα, ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματά τους πρόσβασης και αντίρρησης. Τούτο και ευκολότατο ήταν και μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων της εναγομένης, αφού η διεύθυνσή μου ήταν γνωστή (ανεγράφετο σε όλα τα δικόγραφα – κατασχέσεις – προγράμματα πλειστηριασμών κλπ) που επεξεργάστηκε η εναγόμενη και θα μπορούσε με κάθε άνεση και με ελάχιστο κόστος (μίας συστημένης ή επί αποδείξει επιστολής) να με ενημερώσει. Τούτο, όμως, δεν το έπραξε η εναγομένη, ούτε κατά την συλλογή τους, ούτε κατά την καταχώρησή τους (κατά την οποία τα δυσμενή στοιχεία, όπως προαναφέρθηκε δεν υπήρχαν), αλλά ούτε και μετά από την παράνομη καταχώρησή τους. Η παράλειψή της έγινε από δόλο που εκπηγάζει από την νοοτροπία που διακατέχει τους υπεύθυνους – προστηθέντες της υπαλλήλους για το ότι η καλυπτόμενη από νόμους συλλογή στοιχείων για τα προσωπικά δεδομένα του οποιουδήποτε υποκειμένου τους δίνει την δυνατότητα να ενεργούν κακόβουλα και με αποκλειστικό στόχο να βλάψουν, χωρίς κανένα έλεγχο ή κύρωση την προσωπικότητα του υποκειμένου σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Άλλως, η παράλειψή της έγινε από ενδεχόμενο δόλο, άλλως από βαρύτατη αμέλεια.
3) Τη διάταξη του άρθρου 4 γ του Ν 2472/1997, σύμφωνα με την οποία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, σε συνδυασμό με τις ρητές διατάξεις της με αριθμό 109/31.03.1999 Απόφασης της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων, σύμφωνα με την οποία τα δυσμενή για το υποκείμενο προσωπικά δεδομένα που διαβιβάζονται κάθε φορά στον αποδέκτη, πρέπει να είναι ακριβή και ενημερωμένα μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης και η ακρίβεια και ενημέρωση των στοιχείων αποτελεί βάρος του υπευθύνου επεξεργασίας και σε καμία περίπτωση του υποκειμένου. Τούτο, όμως, δεν το έπραξε η εναγομένη, αφού από την συλλογή των προσωπικών μου δεδομένων, (από 06.10.2004 έως 4.11.2004) μέχρι την καταχώρησή τους (12.01.2005), τα προσωπικά μου δεδομένα που αφορούσαν τα δυσμενή στοιχεία της κατάσχεσης – πλειστηριασμού, είχαν μεταβληθεί και είχε ήδη αρθεί η κατάσχεση (24.11.2004) και η εναγομένη παρέλειψε προ της καταχώρησης (που απείχε χρονικά κατά πολύ τόσο από την συλλογή των στοιχείων, όσο και από την άρση της κατάσχεσης) να ενημερωθεί, ώστε να αποφύγει την καταχώρηση δυσμενών στοιχείων για εμένα, που κατά τον χρόνο της καταχώρησης δεν υφίσταντο. Ακόμη περισσότερο, η εναγόμενη δεν μερίμνησε να ενημερωθεί για την ορθότητα των δυσμενών προσωπικών δεδομένων μου πριν την ανακοίνωσή τους σε τρίτον («ΤΡΑΠΕΖΑ ………….. Α.Ε.», υποκατάστημα ………… ………………) στις 16.09.2005, ημερομηνία που απείχε χρονικά κατά πολύ τόσο από την συλλογή τους (από 06.10.2004 έως 4.11.2004) όσο και από την καταχώρησή τους (12.01.2005).
Η παράλειψή της έγινε από δόλο που εκπηγάζει από την νοοτροπία που διακατέχει τους υπεύθυνους – προστηθέντες της υπαλλήλους για το ότι η καλυπτόμενη από νόμους συλλογή στοιχείων για τα προσωπικά δεδομένα του οποιουδήποτε υποκειμένου, τους δίνει την δυνατότητα να ενεργούν κακόβουλα και με αποκλειστικό στόχο να βλάψουν, χωρίς κανένα έλεγχο ή κύρωση την προσωπικότητα του υποκειμένου σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Και ο δόλος της είναι σαφέστατος, αφού ο δράστης (υπεύθυνος συλλογής των προσωπικών μου δεδομένων καθώς και ο υπεύθυνος ενημέρωσης μου, προστηθέντες στην εργασία τους από την εναγομένη), αλλά και όλοι οι υπεύθυνοι της εναγομένης, ενήργησαν με άμεσο ή ορισμένο ή ευθύ δόλο αφού τέτοιος υπάρχει όταν ο δράστης είτε επιδιώκει ευθέως το αδικοπρακτικό αποτέλεσμα της πράξης του (ή παράλειψής του), είτε δεν το επιδιώκει μεν αμέσως, αλλά το προβλέπει ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του. Έτσι, εν όψει του ότι η καταχώριση των δυσμενών μου στοιχείων έγινε περίπου δύο (2) μήνες από τον έλεγχό τους (12.01.2005) και η ανακοίνωσή τους προς τον τρίτο («ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ Α.Ε.», υποκατάστημα Ευόσμου Θεσσαλονίκης) έγινε περί τους 10 μήνες από τον έλεγχό τους, χωρίς ενημέρωσή μου, ώστε να γνωστοποιήσω στην εναγομένη για τα νεότερα στοιχεία, αλλά και κυρίως, χωρίς η ίδια η εναγομένη να ελέγξει την ακρίβειά τους, ως είχε υποχρέωση, παρά την πάροδο ικανότατου χρόνου από την συλλογή των προσωπικών μου δεδομένων και τη σφόδρα διαφαινόμενη περίπτωση να έχει εξοφληθεί η φερόμενη ως απαίτηση κάποιου τρίτου σε βάρος μου, η οποία μπορούσε σαφέστατα να προβλεφθεί, επεδίωξε με όλες τις παραλείψεις της την προσβολή της προσωπικότητάς μου, άλλως προέβλεψε το αποτέλεσμα ως αναγκαία συνέπεια της δια παραλείψεων πράξης της.
Άλλως, η παράλειψή της έγινε από ενδεχόμενο δόλο, αφού σύμφωνα με όλα τα προαναφερόμενα, η εναγόμενη προέβλεψε ότι είναι δυνατό να παραχθεί το άδικο (αξιόποινο ή όχι) αποτέλεσμα και παρά ταύτα δεν απείχε από την ενέργειά της, αποδεχόμενη την παραγωγή του αποτελέσματος. Η νομολογία μέχρι πρόσφατα υιοθετούσε την θεωρία της «αποδοχής», δηλαδή της κυριαρχίας του βουλητικού στοιχείου και όχι του γνωσιολογικού. Ήδη, όμως, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες αποφάσεις , το Ανώτατο Δικαστήριο προσανατολίστηκε προς τη θεωρία της «επιδοκιμασίας» του αποτελέσματος, που ακολουθεί η γερμανική επιστήμη και νομολογία. Κατ’ αυτή μία πράξη που τελείται με ενδεχόμενο δόλο, προϋποθέτει ότι ο δράστης διαβλέπει ως δυνατή και όχι εντελώς απομακρυσμένη την επέλευση του άδικου αποτελέσματος, περαιτέρω δε, ότι την επιδοκιμάζει ή ότι συμβιβάζεται χάριν του επιδιωκόμενου σκοπού του, με την πλήρωση της οικείας ειδικής υπόστασης, δηλαδή όπως ακριβώς ενήργησε η εναγομένη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της.
Είναι σαφέστατο ότι η εναγομένη και όλοι οι προστηθέντες από αυτήν υπάλληλοί της, ενήργησαν παρά τον νόμο, γνωρίζοντας πλήρως τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με την μετάδοση των προσωπικών μου δεδομένων και την διαδικασία που οι νόμοι απαιτούσαν, απέφυγαν να τηρήσουν την εναργέστατα από τους νόμους περιγραφόμενη διαδικασία, διείδαν ως δυνατή την επέλευση του άδικου αποτελέσματος και το επιδοκίμασαν αντί να εφαρμόσουν πιστά τον νόμο.
Άλλως και όλως επικουρικώς η εναγομένη και οι προστηθέντες της προέβησαν στην πράξη τους από βαρεία αμέλεια, άλλως από αμέλεια.
Ε.- ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΟΥ
ΕΠΕΙΔΗ από τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. α’, 59 εδ. α και 299 του ΑΚ, συνάγεται ότι όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1) πλέγμα των αξιών που απαρτίζουν την ηθική υπόσταση του ανθρώπου, και ειδικότερα προσβάλλεται στην, προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 2 και 9 παρ. 1), Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, Ν.Δ. 53/1974, άρθρο 8) και από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ, Ν. 2462/1997, άρθρα 17 και 22), τιμή του ή η υπόληψή του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Σε περίπτωση που η προαναφερόμενη προσβολή υπήρξε και υπαίτια, το Δικαστήριο μπορεί επιπλέον, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Έτσι, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβαλλόντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητος. Ειδικότερα, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει υπαιτιότητα του προσβαλλόντος, κατά την άποψη που κρατεί στη νομολογία , ενώ η θεωρία έχει άλλη άποψη .
ΕΠΕΙΔΗ μεταξύ των προστατευομένων αγαθών που περιλαμβάνονται στην προσωπικότητα ενός ατόμου είναι και η τιμή αυτού, ως ηθικό και κοινωνικό αγαθό, δηλαδή η αξία που αποδίδεται σε κάθε άνθρωπο από την κοινωνία .
ΕΠΕΙΔΗ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπόψη το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών, η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ.
ΣΤ.- ΗΘΙΚΗ ΜΟΥ ΒΛΑΒΗ - ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΜΟΥ
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 και 2 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επίσης δε έχει αξίωση κατά του προσβάλλοντος αυτήν για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Από τις διατάξεις αυτές, αλλά και από άλλες τόσο του Α.Κ. όσο και ειδικών νόμων, που πρέπει πλέον να αντιμετωπίζονται ως ειδικεύσεις του άρθρου 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται ο θεμελιώδης κανόνας του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, προκύπτει ότι το δίκαιο ανάγει τον άνθρωπο καθ’ εαυτόν σε αυτοτελές αντικείμενο προστασίας και επιβάλει το σεβασμό της προσωπικότητάς του από τρίτους. Η προσωπικότητα εξωτερικώς παρίσταται από διάφορες εκφάνσεις, με τη γενική δε ρήτρα περί παρανόμου προσβολής επιτυγχάνεται ο εντοπισμός αλλά και η διεύρυνση της προσωπικότητας εκείνων που κατά την επιστήμη και τις κοινωνικές συναλλακτικές αντιλήψεις θεωρούνται προστατεύσιμες. Μέσα της καθιερούμενης σφαιρικής προστασίας της προσωπικότητας είναι η άρση της προσβολής, η παράλειψη αυτής στο μέλλον και η ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το δικαίωμα επί της προσωπικότητας αποτελεί κατηγορία δικαιώματος με ιδιαίτερη φυσιογνωμία, που το αποχωρίζει από τα γνωστά είδη δικαιωμάτων. Είναι δικαίωμα μη περιουσιακό, ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, είναι αυτοτελές για κάθε πρόσωπο, απαράγραπτο, απολύτως προσωπικό και απόλυτο, με την έννοια ότι ο δικαιούχος απευθύνεται κατά οιουδήποτε τρίτου που τον διαταράσσει και απαιτεί την παράλειψη της διατάραξης. Προσβολή της προσωπικότητας ενέχει κάθε πράξη τρίτου προσώπου με την οποία διαταράσσεται η κατά τη στιγμή της προσβολής υπάρχουσα κατάσταση ως προς τις διάφορες εκφάνσεις της προσωπικότητας, σε κάθε δε έκφανση αντιστοιχεί και ιδιαίτερος τρόπος προσβολής, που μπορεί να συντελεστεί και με παράλειψη.
ΕΠΕΙΔΗ η παραπάνω συμπεριφορά της εναγομένης προσέβαλε κατάφωρα την προσωπικότητά μου, την τιμή, την υπόληψή μου καθώς και κυρίως την επαγγελματική μου δράση, τραυματίζοντας την ψυχική μου υγεία, δοθέντος ότι η εναγομένη διέδωσε τα ψευδή γεγονότα που διαλαμβάνονται ανωτέρω σε τραπεζικό ίδρυμα που συνεργάζομαι, έθεσε δε με τον τρόπο αυτόν σε κίνδυνο την πνευματική και σωματική μου γαλήνη, αφού μου προκάλεσε σωματική και ψυχική ταλαιπωρία.
ΕΠΕΙΔΗ μετά από αυτά νόμιμος συντρέχει λόγος όπως η εναγομένη υποχρεωθεί, με απόφασή σας που πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να παύσει την προσβολή της προσωπικότητάς μου, να διαταχθεί η απαγόρευση της προσβολής της προσωπικότητάς μου στο μέλλον και να υποχρεωθεί να μου καταβάλει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €) σαν δίκαιη και εύλογη αποζημίωσή μου για την ηθική βλάβη που έχω υποστεί από την παράνομη, υπαίτια συκοφαντική της συμπεριφορά εν όψει του είδους της προσβολής, του μεγέθους αυτής, του τρόπου και της διάρκειάς της, λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και το ποσό αυτό νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Ζ.- ΚΑΘ’ ΥΛΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
Η αγωγή αρμοδίως καθ` ύλην (λόγω ύψους αιτουμένου ποσού) εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο θα δικάσει κατά την τακτική διαδικασία, αφού η διαδικασία των εργατικών διαφορών που αναφέρεται στο άρθρο 23 παρ. 3 του Ν. 2472/1997 για τις ένδικες υποθέσεις, αφορά στον ταχύ προσδιορισμό της συζητήσεως της υποθέσεως, την έλλειψη υποχρέωσης των διαδίκων να καταθέσουν προτάσεις κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, και την άμεση έκδοση της αποφάσεως (εντός διμήνου) και όχι στις διατάξεις που θα ακολουθηθούν κατά την επί της ουσίας κρίση.
Η.- ΚΑΤΑ ΤΟΠΟ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΗΤΑ
Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται κατά τόπον στο Δικαστήριό σας, αφού η εναγομένη μεταβίβασε ηλεκτρονικά τα στοιχεία μου στη ………… («ΤΡΑΠΕΖΑ ………….. Α.Ε.», υποκατάστημα ……………. της …………), όπου θεωρείται επελθόν και το αποτέλεσμα της προσβολής (δωσιδικία αδικήματος).
Θ.- ΛΟΙΠΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ
1.- Η εναγομένη ισχυρίστηκε σε μένα προσωπικώς και μετά τις εντονότατες τηλεφωνικές μου διαμαρτυρίες, ότι διόρθωσε την καταχώριση. Αυτή όμως η διόρθωση της καταχώρισης δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι περιήλθε ή θα περιέλθει σε γνώση του τρίτου, που αναζήτησε αρχικώς την πληροφορία («ΤΡΑΠΕΖΑ ………….. Α.Ε.», υποκατάστημα …………… της ……………), αφού για να περιέλθει σε γνώση της πρέπει να την αναζητήσει και πάλι, γεγονός μέλλον και αβέβαιο. Συνεπώς, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη, να άρει τις δυσμενείς συνέπειες της ως άνω πράξεώς της, απευθύνοντας σε μένα τον ενάγοντα επιστολή συγνώμης, την οποία θα κοινοποιήσει προς την «ΤΡΑΠΕΖΑ …………….. Α.Ε.», υποκατάστημα ……… της ……………, άλλως, μετά παρέλευση μηνός από της νομίμου επιδόσεως της αποφάσεως αυτής στην εναγομένη, σε περίπτωση αρνήσεώς της, να δύναμαι εγώ ο ενάγων, με έξοδα της εναγομένης, να προβώ σε κοινοποίηση της αποφάσεως που με δικαιώνει και ιδίως του διατακτικού της που θα υποχρεώνει την εναγόμενη να μου ζητήσει συγνώμη για την κατά το ιστορικό της παρούσας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της.
2.- Να υποχρεωθεί η εναγομένη να διαγράψει τελείως τα προσωπικά μου δεδομένα που αφορούν την στο ιστορικό της παρούσας κατάσχεση - πλειστηριασμό και να απαγορευθεί σ’ αυτήν να τα διαβιβάζει σε οποιονδήποτε τρίτο, απειλουμένης χρηματικής ποινής 10.000 € για κάθε παράβαση της αποφάσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΩ:
Να γίνει δεκτή η αγωγή μου σε όλο της το αιτητικό.
Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να μου καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση και για τους στο ιστορικό της παρούσας λόγους το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000 €) ευρώ.
Να υποχρεωθεί η εναγομένη, να άρει τις δυσμενείς συνέπειες της ως άνω πράξεώς της, απευθύνοντας σε μένα τον ενάγοντα επιστολή συγνώμης, την οποία θα κοινοποιήσει προς την «ΤΡΑΠΕΖΑ ………. Α.Ε.», υποκατάστημα ……….. της ………….., άλλως, μετά παρέλευση μηνός από της νομίμου επιδόσεως της αποφάσεως αυτής στην εναγομένη, σε περίπτωση αρνήσεώς της, να δύναμαι εγώ ο ενάγων, με έξοδα της εναγομένης, να προβώ σε κοινοποίηση της αποφάσεως που με δικαιώνει και ιδίως του διατακτικού της που υποχρεώνει την εναγόμενη να μου ζητήσει συγνώμη για την κατά το ιστορικό της παρούσας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της.
Να υποχρεωθεί η εναγομένη να διαγράψει τελείως τα προσωπικά μου δεδομένα που αφορούν την στο ιστορικό της παρούσας κατάσχεση - πλειστηριασμό και να απαγορευθεί σ’ αυτήν να τα διαβιβάζει σε οποιονδήποτε τρίτο, απειλουμένης χρηματικής ποινής 10.000 € για κάθε παράβαση της αποφάσεως.
Να κηρυχθεί η απόφασή σας προσωρινά εκτελεστή, ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα.
Να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική μου δαπάνη.
……………… 00.00.0000
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

ΑΔΙΚΟΠΑΡΑΞΙΑ-ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΠΟ ΤΡΑΠΕΖΑ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΟΦΕΙΛΗΣ ΕΝΟΣ ΜΟΝΟ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΤΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ………..

Α Γ Ω Γ Η

1.- Γ. Κ. του Ε., συζύγου Ι. Π. του Χ., κατοίκου ………….., …….. 15.

2.- Ε. Π. του Ι. και της Γ., κατοίκου ……………, ……….. 15 και

3) Σ. Π. του Ι. και της Γ., ανήλικης, κατοίκου ………….., ……….. 15, που ασκεί την παρούσα αγωγή διά των ασκούντων την γονική μέριμνα γονέων της α) Ι. Π. του Χ. και β) Γ. Κ. του Ε., συζύγου Ι. Π. του Χ., κατοίκων ……………., …….. 15.

Κ Α Τ Α

Της στην Αθήνα (……………..) εδρεύουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………….. Α.Ε.», όπως νόμιμα εκπροσωπείται.

__________________________________

Α.- ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ

Κατά το παρελθόν, εδώ στη ………………. συστάθηκε συμβατικά μεταξύ αφενός της εναγόμενης τράπεζας, που εκπροσωπείτο από τον Διευθυντή του εδώ στη …………….. υποκαταστήματός της που αποκαλείται «………………. Α.Ε. - ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ …………. ……………» και αφετέρου του μη διαδίκου (αλλ’ εκπροσωπούντος εδώ την θυγατέρα του τρίτη ενάγουσα στην παρούσα) Ι. Π. του Χ., της πρώτης ενάγουσας, της δεύτερης ενάγουσας και της τρίτης ενάγουσας (εκπροσωπούμενης εδώ, ως ανηλίκου από τους γονείς της, δηλαδή από τον μη διάδικο πατέρα της Ι. Π. του Χ. και από την πρώτη ενάγουσα και διάδικο μητέρα της Γ. Κ.), χρηματική κατάθεση από αυτούς σε εκείνη σε ανοικτό λογαριασμό επ` ονόματι αυτών από κοινού και υπό το συμφωνούμενο όρο, ότι εκ της καταθέσεως λογαριασμού μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί, και όλοι ξεχωριστά οι καταθέτες.

Η κατάθεση και η συμφωνία αυτή αποτυπώθηκε στις 02.01.2002 (λόγω της αλλαγής του νομίσματος από δραχμές σε ευρώ) σε «Βιβλιάριο Καταθέσεων Ταμιευτηρίου» με αριθμό λογαριασμού 0000000000 και υπόλοιπο 2.626,90 €, στο οποίο υπόλοιπο προστέθηκε στις 28.06.2002 ο συνομολογηθείς τόκος από 13,20 € και το υπόλοιπο ανήλθε στις 2.640,10 €, ενώ την ίδια ημέρα αφαιρέθηκε ποσό 1,98 € (που αφορούσε τον αναλογούντα φόρο των τόκων) και έτσι στις 28.06.2002 ο παραπάνω λογαριασμός ανήρχετο στο ποσό των 2.638,12 €.

Στις 10.10.2002 σε επίσκεψη ημών των εναγουσών (της τρίτης όπως εκπροσωπείται) στο «ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ………….. ……………..» της εναγομένης προς ανάληψη του ποσού των χρημάτων, που εμπεριείχε ο ανωτέρω λογαριασμός μας, με έκπληξη, πόνο και αγανάκτηση, αλλά και κατά προσβολή της προσωπικότητάς μας ενώπιον των υπαλλήλων της εναγομένης, μάθαμε ότι είχε συμψηφισθεί διά κατασχέσεως από την εναγομένη ολόκληρο το κατάλοιπο του ως άνω λογαριασμού (το ποσό των 2.638,12 €) με ληξιπρόθεσμη οφειλή και σύγχρονη απαίτησή της εναντίον του μη διαδίκου (αλλ’ εκπροσωπούντος εδώ την θυγατέρα του τρίτη ενάγουσα στην παρούσα) συζύγου της πρώτης ενάγουσας και πατρός των λοιπών, που προερχόταν από κατάρτιση εγγράφως μεταξύ της εναγομένης και της εταιρίας «Σ. Α.Β.Ε.Ε.» σύμβασης χορηγήσεως από την εναγομένη σ` αυτή πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό (αριθμός αλληλόχρεου λογαριασμού ΑΛ ……………../11.12.2001), καθώς και σύμβαση μεταξύ της εναγομένης και του μη διαδίκου (αλλ’ εκπροσωπούντος εδώ την θυγατέρα του τρίτη ενάγουσα στην παρούσα) Ι. Π. περί της από αυτόν εγγυήσεως της προσήκουσας εκτελέσεως της προηγούμενης συμβάσεως εκ μέρους της πιστούχου, μάλιστα δε και με οικεία παραίτηση από την ένσταση διζήσεως, ο οποίος αλληλόχρεος λογαριασμός της πιστώσεως λειτούργησε και στη συνέχεια έκλεισε οριστικά αυτός ο λογαριασμός της πιστώσεως στις 30.09.2002, με κατάλοιπο υπέρ της εναγομένης εξ 880.000 €. Έτσι, στις 30.09.2002 και ενώ ο λογαριασμός της καταθέσεως ταμιευτηρίου εμφάνιζε κατάλοιπο 2.638,12 €, η εναγομένη χωρίς καμία δήλωσή της προς εμάς τις ενάγουσες και χωρίς να έχει νόμιμο δικαίωμα έκλεισε οριστικά αυτόν το λογαριασμό και συμψήφισε ολικά το ως άνω κατάλοιπο τούτου προς εκείνο το κατάλοιπο της πιστώσεως που όφειλε η «Σ. Α.Β.Ε.Ε.» και, ως εγγυητής, ο μη διάδικος (αλλ’ εκπροσωπών εδώ την θυγατέρα του τρίτη ενάγουσα στην παρούσα) σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών εναγουσών Ι. Π., όσο εκείνο καλυπτόνταν από τούτο, χωρίς, βεβαίως να λάβει υπόψη της ότι ο λογαριασμός αυτός κατά το ¼ του ανήκε και σε κάθε μία από εμάς τις ενάγουσες και μόνο κατά το ¼ στον μη παράγοντα της δίκης Ι. Π.

Β.- ΝΟΜΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ

Από τα άρθρα 361, 440, 441 και 451 ΑΚ συνάγεται ότι ο μονομερής συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν οι εν λόγω απαιτήσεις είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες.

Από τα άρθρα 1 παρ. 1 και 4 Ν 5638/1932, 489 και 830 παρ. 1 ΑΚ και 951 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ συνάγονται τα εξής: Μπορεί να συσταθεί συμβατικά μεταξύ αφενός τράπεζας και αφετέρου δύο ή περισσότερων άλλων χρηματική κατάθεση από αυτούς σε εκείνη σε ανοικτό λογαριασμό επ` ονόματι αυτών από κοινού και υπό το συμφωνούμενο όρο, ότι του εκ της καταθέσεως λογαριασμού μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί και όλοι ξεχωριστά οι καταθέτες, πράγμα ωστόσο που συνεπάγεται ότι, εξαιτίας παρεμβολής μεταξύ των συμβαλλομένων ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής, αν γίνει τέτοια χρήση του λογαριασμού, η τράπεζα έχει υποχρέωση να καταβάλει την αντίστοιχη παροχή μόνο μια φορά. Πριν δε από την ανάληψη του καταλοίπου του ως άνω λογαριασμού εκείνος (δηλαδή η τράπεζα στην υπό κρίση υπόθεση) που έχει χρηματική απαίτηση, μάλιστα δε τυχόν τέτοια ίση ή μεγαλύτερη αυτού του καταλοίπου, κατά κάποιου των καταθετών δικαιούται, προς ικανοποίηση της απαιτήσεώς του, να επιβάλει κατάσχεση επί του καταλοίπου τούτου, τεκμαιρόμενου όμως αμαχήτως έναντι εκείνου (δηλαδή της τράπεζας) ότι ανήκει σε όλους τους καταθέτες κατ` ίσα μέρη, και, άρα, δικαιούται εκείνος (δηλαδή η τράπεζα) να επιβάλει την κατάσχεση στο αντίστοιχο μέρος του καταλοίπου που τεκμαίρεται ότι ανήκει στον οφειλέτη καταθέτη, ενώ, βέβαια, το ίδιο κατάλοιπο, κατά τα λοιπά μέρη του, διαφεύγει την κατάσχεση, συμβαίνει δε τούτο όχι διότι το εν λόγω κατάλοιπο κατά τα λοιπά μέρη του έχει καταστεί, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, ακατάσχετο, αλλά διότι τούτο, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, τεκμαίρεται ότι δεν ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη καταθέτη.

Γ.- ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ

Υπό το πρίσμα των παραπάνω διατάξεων, η εναγομένη από πρόθεση και χωρίς να έχει δικαίωμα (αμάχητο τεκμήριο σε βάρος της) και με γνώση της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, όπως, άλλωστε, και με γνώση του ότι η παράνομη συμπεριφορά της ζημίωνε εμάς, προσβάλλοντας συγχρόνως και την προσωπικότητά μας, κατάσχεσε δια συμψηφισμού ολόκληρο το ποσό της ανωτέρω καταθέσεως (και όχι μόνο, κατά τα άνω, το ¼), ποσό από το οποίο τα ¾ δεν ανήκαν στον μη διάδικο (αλλ’ εκπροσωπούντος εδώ την θυγατέρα του τρίτη ενάγουσα στην παρούσα) Ι. Π., αλλά αποκλειστικά και κατά ίσα μέρη σε μας τις ενάγουσες, δηλαδή σε κάθε μία από εμάς αναλογούσε ποσό 659,53 € (2.638,12 : 4).

Δ.- ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ

Από τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. α’, 59 εδ. α και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1) πλέγμα των αξιών που απαρτίζουν την ηθική υπόσταση του ανθρώπου, και ειδικότερα προσβάλλεται στην, προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 2 και 9 παρ. 1), Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, Ν.Δ. 53/1974, άρθρο 8) και από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ, Ν. 2462/1997, άρθρα 17 και 22), τιμή του ή η υπόληψή του με παράνομες πράξεις, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Σε περίπτωση που η προαναφερόμενη προσβολή υπήρξε και υπαίτια, το Δικαστήριο μπορεί επιπλέον, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Έτσι, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβαλλόντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητος. Ειδικότερα, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει υπαιτιότητα του προσβαλλόντος, κατά την άποψη που κτρατεί στη νομολογία.

Κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 και 2 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επίσης δε έχει αξίωση κατά του προσβάλλοντος αυτήν για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Από τις διατάξεις αυτές, αλλά και από άλλες τόσο του Α.Κ. όσο και ειδικών νόμων, που πρέπει πλέον να αντιμετωπίζονται ως ειδικεύσεις του άρθρου 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται ο θεμελιώδης κανόνας του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, προκύπτει ότι το δίκαιο ανάγει τον άνθρωπο καθ’ εαυτόν σε αυτοτελές αντικείμενο προστασίας και επιβάλει το σεβασμό της προσωπικότητάς του από τρίτους. Η προσωπικότητα εξωτερικώς παρίσταται από διάφορες εκφάνσεις, με τη γενική δε ρήτρα περί παρανόμου προσβολής επιτυγχάνεται ο εντοπισμός αλλά και η διεύρυνση της προσωπικότητας εκείνων που κατά την επιστήμη και τις κοινωνικές συναλλακτικές αντιλήψεις θεωρούνται προστατεύσιμες. Μέσα της καθιερούμενης σφαιρικής προστασίας της προσωπικότητας είναι η άρση της προσβολής, η παράλειψη αυτής στο μέλλον και η ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το δικαίωμα επί της προσωπικότητας αποτελεί κατηγορία δικαιώματος με ιδιαίτερη φυσιογνωμία, που το αποχωρίζει από τα γνωστά είδη δικαιωμάτων. Είναι δικαίωμα μη περιουσιακό, ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, είναι αυτοτελές για κάθε πρόσωπο, απαράγραπτο, απολύτως προσωπικό και απόλυτο, με την έννοια ότι ο δικαιούχος απευθύνεται κατά οιουδήποτε τρίτου που τον διαταράσσει και απαιτεί την παράλειψη της διατάραξης. Προσβολή της προσωπικότητας ενέχει κάθε πράξη τρίτου προσώπου με την οποία διαταράσσεται η κατά τη στιγμή της προσβολής υπάρχουσα κατάσταση ως προς τις διάφορες εκφάνσεις της προσωπικότητας, σε κάθε δε έκφανση αντιστοιχεί και ιδιαίτερος τρόπος προσβολής, που μπορεί να συντελεστεί και με παράλειψη.

Μεταξύ των προστατευομένων αγαθών που περιλαμβάνονται στην προσωπικότητα ενός ατόμου είναι και η τιμή αυτού, ως ηθικό και κοινωνικό αγαθό, δηλαδή η αξία που αποδίδεται σε κάθε άνθρωπο από την κοινωνία.

Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπόψη το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών, η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ.

Ε.- ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΜΟΥ

Από την διάταξη του άρθρου 4 του Νόμου 5638 της 31 Αυγ./7 Σεπτ. 1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν» προβλέπεται ότι «Κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αύτη τεκμαίρεται αμαχήτως, ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατ' ίσα μέρη».

Η εναγομένη είναι τεράστιος τραπεζικός φορέας, με πλήρες νομικό τμήμα και άριστη γνώση του αντικειμένου της τόσο από τα διευθυντικά στελέχη της όσο και από τους υπαλλήλους της, αλλά και κυρίως από την νομική της υπηρεσία, ειδικότερα δε γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες σε σχέση με τις «καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό», γεγονός που καταδεικνύει τόσο την επιθυμία τους όσο και την πρόθεσή τους να προσβάλλουν την προσωπικότητά μας με πράξη τους που ήταν παράνομη και αποδοκιμαστέα κατά το δίκαιο, η δε πράξη τους αυτή δεν αποτελούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και ο σκοπός της εναγομένης κατευθυνόταν ευθέως στην προσβολή της τιμής μας.

Στην υπό κρίση υπόθεση σαφέστατα καταφαίνεται τόσο η γνώση της όσο και η πρόθεση της εναγομένης να προβεί στην προσβολή της προσωπικότητάς μας διά της παράνομης κατασχέσεως – συμψηφισμού για οφειλές τρίτων ποσών τα οποία ανήκαν σε μας και τα οποία ποσά εκ του νόμου αμαχήτως τεκμαίρεται ότι ανήκουν σε μας, νόμο που όχι μόνο γνωρίζει η εναγομένη αλλά τον χρησιμοποιεί στις καθημερινές της συναλλαγές, καθώς και με την άρνησή των προστηθέντων υπ’ αυτήν υπαλλήλων να μας παραδώσουν τα ανήκοντα ποσά σε μας και μάλιστα με την εξαιρετικά προσβλητική για την προσωπικότητά μας αναφορά ότι αυτά συμψηφίστηκαν διά κατασχέσεως για οφειλές τρίτου και όχι ημών των εναγουσών, όπως π.χ. και της αχαρακτήριστης συμπεριφοράς στελέχους της Διοίκησης της εναγομένης στη ………… (κα Φ.), η οποία κατά την συζήτηση συμβιβαστικής πρότασης του, που επανέφερε ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος μας στις 03.07.2006, ανέφερε ότι δεν πρόκειται να μας καταβάλει ούτε ένα λεπτό του ευρώ, αφού ο … Π. οφείλει στην τράπεζα που εκπροσωπεί τεράστια ποσά.

ΣΤ.- ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

1.- ΑΙΤΗΜΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΜΑΣ

ΕΠΕΙΔΗ η εναγομένη παρανόμως κατέσχεσε - συμψήφισε από την κάθε μία από εμάς (η τρίτη όπως στην παρούσα εκπροσωπείται) το ποσό των 659,53 € (2.638,12 : 4) και πρέπει με απόφασή σας που πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή να καταβάλει σε κάθε μία από εμάς το ποσό των 659,53 €, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 11.10.2002, επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήσαμε να μας εξοφλήσει το ανωτέρω ποσό, και η εναγομένη αρνήθηκε, άλλως και όλως επικουρικώς, με τον νόμιμο τραπεζικό τόκο από την τελευταία τοκοφορία του ποσού και μέχρι την επίδοση της παρούσας, από δε την επίδοση και μέχρι την πλήρη εξόφληση με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας.

2.- ΑΙΤΗΜΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ

ΕΠΕΙΔΗ η παραπάνω συμπεριφορά της εναγομένης προσέβαλε κατάφωρα την προσωπικότητά μας, την τιμή, την υπόληψή μας, τραυματίζοντας την ψυχική μας υγεία, δοθέντος ότι η εναγομένη παρανόμησε με τις πράξεις της που διαλαμβάνονται ανωτέρω και μάλιστα τούτο έγινε γνωστό και εκφέρθηκε μέσω υπαλλήλων της που εργάζονται στο «ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ………… ………………» της εναγομένης, το οποίο είναι πλησίον της κατοικίας μας (το Κατάστημα βρίσκεται στη ………… και επί των οδών ………….. και ……………. 7 και η κατοικία μας στην ίδια οδό ……. 15) και όλοι οι υπάλληλοι μας γνώριζαν, αφού τόσο ο μη διάδικος σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών Ι. Π. ήταν σημαντικός πελάτης της εναγομένης, εμείς δε συχνά είχαμε δοσοληψίες με την εναγομένη, έθεσε δε η εναγομένη με τον τρόπο αυτόν σε κίνδυνο την πνευματική και σωματική μας γαλήνη, αφού μας προκάλεσε σωματική και ψυχική ταλαιπωρία και συνεπώς μετά από αυτά νόμιμος συντρέχει λόγος, όπως η εναγομένη υποχρεωθεί, με απόφασή σας που πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να υποχρεωθεί να καταβάλει στην κάθε μία από εμάς το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) σαν δίκαιη και εύλογη αποζημίωσή μας για την ηθική βλάβη που έχουμε υποστεί από την παράνομη, υπαίτια συμπεριφορά της, εν όψει του είδους της προσβολής, του μεγέθους αυτής, του τρόπου και της διάρκειάς της, λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και το ποσό αυτό νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Η ζητούμενη χρηματική ικανοποίηση για την προσγενόμενη σε μας ηθική βλάβη θα πρέπει να είναι ανάλογη με την ζημία μου και συγκεκριμένως:

1) Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το είδος της προσβολής και συγκεκριμένως ότι η τράπεζα είναι ταγμένη να διαφυλάττει τις καταθέσεις μας ανεξαρτήτως ύψους και όχι να τις παρακρατά και μάλιστα με γνώση της παράνομης ενέργειάς της.

2) Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η έκταση της βλάβης, η οποία στην υπό κρίση περίπτωση ήταν τεράστια, αφού μετά την ολοκληρωτική καταστροφή από υπαιτιότητα των τραπεζών, αντιμετωπίζαμε, πλέον, ως οικογένεια προβλήματα επιβίωσης και το ποσό που μας υπεξήρεσε η εναγόμενη ήταν αμέσως απαραίτητο για την διαβίωσή μου.

3) Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση καταδεικνύουν την βαρύτητα των ενεργειών της εναγομένης, η οποία μας στέρησε, χωρίς δικαίωμα, την πρόσβασή μας στα ελάχιστα χρήματα που διαθέταμε και μάλιστα χωρίς να μας ενημερώσει, χωρίς καν να μας κοινοποιήσει κάποιο έγγραφο που να καθορίζει τους λόγους αυτής της στέρησης.

4) Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η βαρύτητα του πταίσματος της εναγομένης και αυτή είναι μεγίστη με την έννοια ότι η εναγομένη γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τον νόμο για τις καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό, είναι υποχρεωμένη να κινείται μέσα σε νόμιμα πλαίσια και παρά ταύτα, γνωρίζοντας ότι παρανομεί επέβαλε την κατάσχεση – συμψηφισμό, χρησιμοποιώντας το μέγεθος και την αδυναμία μας να αντιδράσουμε λόγω της διαφοράς του μεγέθους μεταξύ μας.

5) Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, η οποία στην υπό κρίση υπόθεση είναι φανερή και συγκεκριμένως λόγω της διαφοράς μας αυτής η τράπεζα ενήργησε υπό καθεστώς δυνάστη και δυναστευόμενου, γεγονός απαράδεκτο και βαρύτατα τιμωρητέο υπό το πρίσμα του δικαιικού μας πλέγματος.

6) Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προσωπικές σχέσεις των μερών, οι οποίες ναι μεν ελλείπουν στην υπό κρίση υπόθεση, αλλά αντικαθίστανται από τις σχέσεις έντιμης «συνεργασίας» μεταξύ τράπεζας και πελάτη.

7) Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η συμπεριφορά της τράπεζας μετά την υπεξαίρεση των χρημάτων μας και συγκεκριμένως όχι μόνο η άρνησή της να συζητήσει για το παράνομο της πράξης της, αλλά και ο χλευασμός των διοικητικών υπευθύνων της σε οποιαδήποτε προσπάθειά μας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μας (π.χ. συμπεριφορά του στελέχους της διοίκησης κας Φ.).

Υπ’ αυτές τις έννοιες η ζητούμενη αποζημίωση για ικανοποίηση της ηθικής μας βλάβης παρίσταται ως η ελάχιστη δυνατή που πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης.

ΕΠΕΙΔΗ η αγωγή μας είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή και νόμιμα εισάγεται στο Δικαστήριό σας που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (λόγω της υπογραφής της σύμβασης εδώ στη ………….).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΖΗΤΟΥΜΕ:

Να γίνει δεκτή η αγωγή μας σε όλο της το αιτητικό.

Να υποχρεωθεί η εναγομένη και για τις στο ιστορικό της παρούσας αιτίες να μας καταβάλει τα εξής ποσά στην κάθε μία από εμάς και συγκεκριμένως:

1) Στην πρώτη ενάγουσα Γ. Κ.:

α) ποσό των 659,53 €, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 11.10.2002, επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήσαμε να μας εξοφλήσει το ανωτέρω ποσό και η εναγομένη αρνήθηκε, άλλως και όλως επικουρικώς με τον νόμιμο τραπεζικό τόκο από την τελευταία τοκοφορία του ποσού και μέχρι την επίδοση της παρούσας, από δε την επίδοση και μέχρι την πλήρη εξόφληση με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας,

β) ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) σαν δίκαιη και εύλογη αποζημίωσή μου νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

2) Στην δεύτερη ενάγουσα Ε. Π.:

α) ποσό των 659,53 €, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 11.10.2002, επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήσαμε να μας εξοφλήσει το ανωτέρω ποσό και η εναγομένη αρνήθηκε, άλλως και όλως επικουρικώς με τον νόμιμο τραπεζικό τόκο από την τελευταία τοκοφορία του ποσού και μέχρι την επίδοση της παρούσας, από δε την επίδοση και μέχρι την πλήρη εξόφληση με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας,

β) ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) σαν δίκαιη και εύλογη αποζημίωσή μου νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

2) Στην τρίτη ενάγουσα Σ. Π.:

α) ποσό των 659,53 €, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 11.10.2002, επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήσαμε να μας εξοφλήσει το ανωτέρω ποσό και η εναγομένη αρνήθηκε, άλλως και όλως επικουρικώς με τον νόμιμο τραπεζικό τόκο από την τελευταία τοκοφορία του ποσού και μέχρι την επίδοση της παρούσας, από δε την επίδοση και μέχρι την πλήρη εξόφληση με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας,

β) ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) σαν δίκαιη και εύλογη αποζημίωσή μου νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση.

Να καταδικασθεί η αντίδικός μας στη δικαστική μας δαπάνη και την αμοιβή του Πληρεξούσιου Δικηγόρου μας.

……………….. 00.00.0000

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

ΕΡΓΑΣΙΑ / ΣΑΒΒΑΤΟ - ΚΥΡΙΑΚΗ - ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ - ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ..............
Α Γ Ω Γ Η
Φ (F) Ντ (D) του Χ (H), κατοίκου ......., ....... 6, .......
Κ Α Τ Α
Ε Δ του Ι, κατοίκου ..........., .............. 11 και ........., ............
____________________________________________
Είμαι Αλβανός υπήκοος, οικονομικός μετανάστης από ετών στην Ελλάδα, με νόμιμη και ισχύουσα άδεια διαμονής και εργασίας (πλην των άλλων και η άδεια διαμονής και εργασίας στην με αριθμό GR 0372085 «βινιέτα» επί του διαβατηρίου μου, που εκδόθηκε στις 21.11.2003 και ίσχυε μέχρι 27.11.2003, η άδεια διαμονής και εργασίας στην με αριθμό GR 0063296 «βινιέτα» επί του διαβατηρίου μου, που εκδόθηκε στις 19.05.2004 και ίσχυε μέχρι 30.11.2004, η άδεια διαμονής και εργασίας στην με αριθμό GR 2823679 «βινιέτα» επί του διαβατηρίου μου, που εκδόθηκε στις 20.04.2005 και ίσχυε μέχρι 01.12.2006 και η με αριθμό Α 0755338 και με αριθμό πρωτοκόλλου 1132 «Βεβαίωση κατάθεσης αίτησης για έκδοση άδειας διαμονής» του Γραφείου Αλλοδαπών, που εκδόθηκε στις 13.11.2006, , με κατηγορία αδείας του άρθρου 15 παράγραφος 2 του Ν. 3386/2005 και ένδειξη «ανανέωση»), ενώ είμαι φορολογούμενος με αριθμό φορολογικού μητρώου 106600401.
Η εναγόμενη είναι αρτοποιός και έχει ολοκληρωμένη επιχείρηση παρασκευής άρτου και αρτοσκευασμάτων, που βρίσκεται στην Περαία Θεσσαλονίκης, στην οδό Φιλίππου 11 και Ανθέων, διαθέτουσα συγχρόνως καταστήματα και υποκαταστήματα πώλησης των αρτοσκευασμάτων που κατασκευάζει.
Ι.- ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Στις 19.04.2004 προσελήφθην με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την εναγόμενη ως αρτεργάτης για τις ανάγκες της επιχειρησιακής μονάδας φούρνου, που βρίσκεται στην παραπάνω διεύθυνση, μη έχοντας προϋπηρεσία στην ίδια εργασία, ενώ ήμουν νυμφευμένος, ενώ στις 04.06.2004 η εργοδότριά μου και εγώ υπογράψαμε την με ίδια ημερομηνία ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με μόνους συμπληρωμένους όρους ότι θα έχω ημερομίσθιο και θα αμείβομαι κατά εβδομάδα.
Εργάστηκα στην παραπάνω επιχείρηση από την ημέρα της πρόσληψής μου στις 19.04.2004, αλλά οι υπολογισμοί των όσων μου οφείλει η εναγόμενη γίνονται από την «επίσημη» πρόσληψή μου στις 04.06.2004 και μετά, έως την απόλυσή μου στις 09.12.2006, συνεχώς και αδιαλείπτως επί επτά ημέρες ανά εβδομάδα και τις καθημερινές επί 10 ώρες ημερησίως, δηλαδή από τις 02.00 το πρωί της κάθε ημέρας μέχρι τις 12.00 το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, τα Σάββατα και τις παραμονές των αργιών επί 14 ώρες ημερησίως, δηλαδή από τις 01.00 του Σαββάτου ή της παραμονής της αργίας μέχρι τις 15.00 του Σαββάτου ή της παραμονής της αργίας και τις Κυριακές και τις αργίες (πλην των αργιών της ημέρας των Χριστουγέννων και της Κυριακής του Πάσχα) επί 12 ώρες ημερησίως, δηλαδή από τις 02.00 το πρωί της Κυριακής μέχρι τις 14.00 της ίδιας ημέρας, ενώ από την 01.11.2005 και μέχρι την απόλυσή μου και μόνο για τις Κυριακές, εργαζόμουν τρεις Κυριακές περίπου ανά μήνα και για 7 ώρες, δηλαδή από τις 05.00 της Κυριακής μέχρι 12.00 της ίδιας ημέρας, χωρίς κανένα ημερήσιο «ρεπό» για όλο το διάστημα της εργασίας μου (7 ημέρες την εβδομάδα, 365 ημέρες τον χρόνο), με μόνη διακοπή την απαραίτητη άδεια του καλοκαιριού.
Η εργασία μου συνίστατο στην προετοιμασία για το ζύμωμα των αρτοσκευασμάτων (κουβάλημα των σάκων του αλευριού και των άλλων υλικών), ανακάτεμα, ζύμωμα, φούρνισμα, ξεφούρνισμα και τοποθέτηση των ψημένων αρτοσκευασμάτων στη θέση τους και γενικότερα όλες οι εργασίες που απαιτούν την παρουσία αρτεργάτη.
ΙΙ.- ΝΟΜΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΟΥ
Α.- ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Με βάση τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ίσχυσαν κατά την διάρκεια της εργασίας μου (ΣΣΕ 21.07.2004 [πράξη κατάθεσης Υπ. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας 69/23.07.2004], που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 01.01.2004 μέχρι 31.12.2005 - διετία) και με βάση τη κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας (ΣΣΕ 13.07.2006 [πράξη κατάθεσης Υπ. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας 85/13.07.2006], που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 01.01.2006 μέχρι 31.12.2007 - διετία), αλλά και με βάση τις διατάξεις για την νυκτερινή εργασία, για τις υπερωρίες και ιδιόρρυθμες υπερεργασίες, για την αμοιβή των μη πραγματοποιούμενων ημερών ανάπαυσης και λοιπές διατάξεις, έπρεπε:
1) Να εργάζομαι σε 6ήμερη εβδομαδιαία βάση, 40 ώρες την εβδομάδα.
2) Να αμείβομαι με το βασικό ημερομίσθιο που προέβλεπαν οι παραπάνω Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.
3) Να λαμβάνω για την εργασία μου κατά τα Σάββατα και για τις παραμονές των αργιών και για τις πρώτες 7 ώρες εργασίας ένα πλήρες ημερομίσθιο, για συνολική εργασία 11 ωρών να λαμβάνω δύο πλήρη ημερομίσθια και για συνεχή εργασία 14 ωρών να λαμβάνω τρία πλήρη ημερομίσθια (άρθρο 8).
4) Να λαμβάνω αμοιβή για την παρασκευή λαγάνας την Καθαρά Δευτέρα τρία ημερομίσθια συνολικά, δηλαδή ένα ημερομίσθιο για την Καθαρά Δευτέρα και δύο επιπλέον ανεξάρτητα από τη χρονική διάρκεια απασχόλησης και ώρα έναρξης (άρθρο 9).
5) Να λαμβάνω καθημερινά από την εργοδότριά μου ένα λίτρο γάλα που θα έπρεπε να πίνω κατά την απασχόλησή μου και τρία αρτοσκευάσματα της αρεσκείας μου κατά την αποχώρησή μου, άλλως να προσαυξάνεται το ημερομίσθιό μου κατά 2,50 € (άρθρο 10).
6) Να αμείβομαι με το ημερομίσθιό μου προσαυξημένο κατά 75% κατά την εργασία μου τις Κυριακές και τις νόμιμες και κατ’ έθιμο ημέρες αργιών και να λαμβάνω μία ημέρα ανάπαυσης μέσα στην ερχόμενη εργάσιμη εβδομάδα (άρθρο 11).
7) Να αμείβομαι για την νυκτερινή εργασία μου.
8) Να αμείβομαι για τις υπερωρίες που πραγματοποιούσα και για την ιδιόρρυθμη υπερεργασία μου και την υπερεργασία μου.
Β.- ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
1.- ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Με βάση τις διατάξεις της με αριθμό 18310/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών και τις διατάξεις του άρθρου 2 περιπτώσεις 3, 4 και άρθρα 8, 9 και 11 του ΠΔ 88/1999, δικαιούμαι για την εργασία μου κατά τις νυκτερινές ώρες σε καταβολή του ημερομισθίου μου αυξημένου κατά 25%.
2.- ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΩΝ ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ, ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΗ ΝΟΜΙΜΩΝ ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ
1.- Σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και μέχρι τις 30.09.2005 (άρθρο 4 του Ν 2874/2000, προ της τροποποιήσεώς του), ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του και για τις επιχειρήσεις που λειτουργούν 6 ημέρες την εβδομάδα, για τρεις ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η και 43η ώρα) ανά εβδομάδα, ενώ η επιπλέον απασχόληση πέραν των 43 ωρών ανά εβδομάδα, θεωρείται υπερωριακή απασχόληση. Για την ως άνω (ιδιόρρυθμη) υπερωρία των 3 ωρών την εβδομάδα και υπερωριακή απασχόληση πέραν των τριών ως άνω ωρών και μέχρι την συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, ο μισθωτός δικαιούται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο και με προσάυξηση κατά 50% ή 1,5 φορά το ωρομίσθιό του, ενώ για υπερωριακή (μη νόμιμη) απασχόληση πέραν τον 120 ωρών ετησίως ο μισθωτός δικαιούται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο και με προσαύξηση κατά 150% ή 2,5 φορές το ωρομίσθιό του.
Ο υπολογισμός του ωρομισθίου γίνεται με διαίρεση των 6/25 του μισθού με τον αριθμό 40 (όσες οι ώρες της εβδομαδιαίας εργασίας). Το προκύπτον πηλίκο αποτελεί την βασική αντιμισθία της υπερωρίας, η οποία στην συνέχεια προσαυξάνεται με το αντίστοιχο ποσοστό που ισχύει για κάθε περίπτωση (50% για τις υπερωρίες μέχρι 120 ώρες ετησίως και 150% για τις επιπλέον των 120 ώρες εργασίας).
2.- Σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου (άρθρο 4 του Ν 2874/2000, μετά την τροποποίησή του, που άρχισε να ισχύει από 01.10.2005) ο εργοδότης επιχειρήσεων που λειτουργούν σε 6ήμερη βάση διατηρεί την ευχέρεια απασχόλησης του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για οκτώ (8) ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου ως υπερεργασία (41η, 42η, 43η, 44η, 45η, 46η, 47η και 48η ώρα) ανά εβδομάδα, ενώ η επιπλέον απασχόληση πέραν των 48 ωρών ανά εβδομάδα, θεωρείται υπερωριακή απασχόληση. Για την ως άνω υπερεργασία των 8 ωρών την εβδομάδα, ο μισθωτός δικαιούται αμοιβή ίση με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%. Για την νόμιμη υπερωριακή απασχόληση πέραν των 8 ως άνω ωρών και μέχρι την συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, ο μισθωτός δικαιούται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο και με προσάυξηση κατά 50% (άρθρο 4 παράγραφοι 4 και 5 του Ν 2874/2000, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του Ν 3385/2005 και με έναρξη ισχύος την 01.10.2005), ενώ για την πέραν των 120 ωρών νόμιμη υπερωρία, ο μισθωτός δικαιούται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο και με προσαύξηση κατά 75%. Τέλος, από την ισχύ της ως άνω τροποποίησης, κάθε ώρα υπερωρίας για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από τον νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’ εξαίρεση υπερωρία, ενώ ορίσθηκε ότι για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%.
Ο υπολογισμός του ωρομισθίου γίνεται με διαίρεση των 6/25 του μισθού με τον αριθμό 40 (όσες οι ώρες της εβδομαδιαίας εργασίας). Το προκύπτον πηλίκο αποτελεί την βασική αντιμισθία της υπερεργασίας - υπερωρίας, η οποία στην συνέχεια προσαυξάνεται με το αντίστοιχο ποσοστό που ισχύει για κάθε περίπτωση (25% για την υπερεργασία και 50% για τις νόμιμες υπερωρίες μέχρι 120 ώρες ετησίως και 75% για τις επιπλέον των 120 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, άλλως 100% για τις μη νόμιμες κατ’ εξαίρεση υπερωρίες).
ΙΙΙ.- ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΜΟΥ - ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟ ΑΠΟ 04.06.2004 ΜΕΧΡΙ 09.12.2006
Κατά την διάρκεια της εργασίας μου στην εναγομένη αμειβόμουν με τα ακόλουθα νόμιμα ημερομίσθια:
1) Από 04.06.2004 (ημερομηνία τυπικής πρόσληψής μου) μέχρι 31.08.2004 ημερομίσθιο 33,64 € (μηνιαίες αποδοχές 841,00 €).
2) Από 01.09.2004 μέχρι 31.12.2004 ημερομίσθιο 34,77 € (μηνιαίες αποδοχές 869,25 €).
3) Από 01.01.2005 μέχρι 30.06.2006 ημερομίσθιο 36,67 € (μηνιαίες αποδοχές 916,75 €).
4) Από 01.07.2006 μέχρι 31.08.2006 ημερομίσθιο 37,28 € (μηνιαίες αποδοχές 932,00 €).
5) Από 01.09.2006 μέχρι 09.12.2006 ημερομίσθιο 38,79 € (μηνιαίες αποδοχές 969,75 €).
ΙV.- ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΜΟΥ
Η εναγομένη, παρά την σκληρή και πολύωρη εργασία μου, την οποία της αφιέρωνα με συνεχείς αντιρρήσεις μου για το εξοντωτικό ωράριο, για όλο το διάστημα της εργασίας μου σ’ αυτήν, ουδέποτε μου κατέβαλε το ποσό που αναλογούσε στην εργασία μου κατά τις Κυριακές, τα Σάββατα, την μη χορήγηση ημερών ανάπαυσης για την εργασία μου κατά τις Κυριακές, την ιδιόρρυθμη υπερωριακή μου απασχόληση μου, την υπερεργασία μου, τις υπερωρίες μου, ποσά που δεν υπολόγιζε καθόλου και όσα κανονικά έπρεπε να μου καταβάλει, χωρίς να μου τα καταβάλει.
Έτσι, η εναγομένη για όλο το διάστημα της εργασίας μου σ’ αυτήν μου κατέβαλε μικρότερα ποσά από όσα δικαιούμουν, σύμφωνα με τις παρακάτω διακρίσεις:
Α.- ΟΦΕΙΛΗ ΑΠΟ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΥ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ – ΣΤΕΡΗΣΗ ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ
Όπως προαναφέρθηκε από την ημέρα της πρόσληψής μου μέχρι και τις 31.10.2005 εργάσθηκα όλες τις Κυριακές και τις Αργίες (πλην της αργίας της ημέρας των Χριστουγέννων και την αργία της Κυριακής του Πάσχα), ενώ από 01.11.2005 εργάσθηκα τρεις Κυριακές τον μήνα και όλες τις αργίες (πλην της αργίας της ημέρας των Χριστουγέννων και την αργία της Κυριακής του Πάσχα), χωρίς ουδέποτε η εναγομένη να μου καταβάλει την υπό του νόμου προβλεπόμενη προσαύξηση του 75% του ημερομισθίου μου, υπολογιζόμενου αυτού κατά τις άνω υπό ΙΙΙ διακρίσεις, τις ώρες υπερωριακής κατά την Κυριακή απασχόλησης, την αποζημίωση για τη νυκτερινή μου εργασία, καθώς και την αποζημίωσή μου για μη χρήση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης.
Έτσι, για όλο το διάστημα της εργασίας μου στην εναγομένη εργάστηκα τις εξής Κυριακές – Αργίες και υπό τις διακρίσεις των παραπάνω καταβαλλόμενων ημερομισθίων:
1.- ΚΑΤΑ ΜΗΝΕΣ ΙΟΥΝΙΟ, ΙΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΟ 2004
Εργάσθηκα δεκατρείς (13) Κυριακές, αυτές των 06.06, 13.06, 20.06 και 27.06.2004, 04.07, 11.07, 18.07 και 25.07.2004, 01.08, 08.08, 15.08, 22.08 και 29.08.2004, δώδεκα (12) ώρες (από 02.00 – 14.00) κάθε Κυριακή, με καταβαλλόμενες και συγχρόνως νόμιμες μηνιαίες αποδοχές 841,00 €, ημερομίσθιο 33,64 € (υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 1), χωρίς συγχρόνως να μου χορηγηθεί η κατά νόμο εβδομαδιαία ημέρα ανάπαυσης και συνεπώς η εναγομένη μου οφείλει:
Α) Για δεκατρία (13) ημερομίσθια 437,32 € (33,64 Χ 13).
Β) Για προσαύξηση για την εργασία κατά Κυριακή 327,99 € (437,32 Χ 75%).
Γ) Για νυκτερινή εργασία τεσσάρων (4) ωρών κάθε Κυριακής (02.00 – 6.00) 262,60 € (ωρομίσθιο = ημερομίσθιο Χ 6 : σύνολο ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή 33,64 Χ 6 : 40 = 5,05 € Χ [13 Κυριακές Χ 4 ώρες]).
Δ) Προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία 65,65 € (νυκτερινή εργασία 262,60 €, κατά τα αμέσως ανωτέρω Χ 25%).
Ε) Για την παράνομη υπέρβαση του ανώτατου ορίου ημερήσιας απασχόλησης (8 ώρες) κατά τέσσερις (4) ώρες για κάθε Κυριακή, μου οφείλει για κάθε ώρα παράνομης απασχόλησης πέραν του 8ώρου, το προσαυξημένο κατά 75% ωρομίσθιό μου προσαυξημένο κατά 150% (παράγραφος 5 άρθρου 4 Ν. 2874/2000) και συνολικά 1.150,50 € (ωρομίσθιο κατά τα άνω 5,05 € Χ 75% = 8,85 € Χ [13 Κυριακές Χ 4 ώρες] Χ 150%).
ΣΤ) Για την στέρηση χρήσης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης σε άλλη ημέρα της ίδιας εβδομάδας μου οφείλει το ποσό των 13 ημερομισθίων, δηλαδή ποσό 437,32 € (33,64 Χ 13).
Δηλαδή για τις Κυριακές των μηνών Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2004 μου οφείλει το ποσό των 2.681,38 € (ΙV, 1, Α: Α+Β+Γ+Δ+Ε+ΣΤ).
2.- ΚΑΤΑ ΜΗΝΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ, ΟΚΤΩΒΡΙΟ, ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΚΑΙ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ 2004
Εργάσθηκα δεκαεπτά (17) Κυριακές, αυτές των 05.09, 12.09, 19.09 και 26.09.2004, 03.10, 10.10, 17.10, 24.10 και 31.10.2004, 07.11, 14.11, 21.11 και 28.11.2004, 05.12, 12.12, 19.12 και 26.12.2004, 12 ώρες την κάθε Κυριακή (από 02.00 – 14.00), με καταβαλλόμενες και συγχρόνως νόμιμες μηνιαίες αποδοχές 869,25 €, ημερομίσθιο 34,77 € (υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 2), χωρίς συγχρόνως να μου χορηγηθεί η κατά νόμο εβδομαδιαία ημέρα ανάπαυσης και συνεπώς η εναγομένη μου οφείλει:
Α) Για δεκαεπτά (17) ημερομίσθια 591,09 € (34,77 € Χ 17).
Β) Για προσαύξηση για την εργασία κατά τις Κυριακές 443,32 € (591,09 Χ 75%).
Γ) Για νυκτερινή εργασία τεσσάρων ωρών (02.00 – 6.00) Χ 17 Κυριακές 354,96 € (ωρομίσθιο = ημερομίσθιο Χ 6 : σύνολο ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή 34,77 Χ 6 : 40 = 5,22 € Χ [17 Κυριακές Χ 4 ώρες]).
Δ) Προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία 88,74 € (νυκτερινή εργασία 354,96 €, κατά τα αμέσως ανωτέρω Χ 25%).
Ε) Για την παράνομη υπέρβαση του ανώτατου ορίου ημερήσιας απασχόλησης (8 ώρες) κατά τέσσερις (4) ώρες για κάθε Κυριακή, μου οφείλει για κάθε ώρα παράνομης απασχόλησης πέραν του 8ώρου το προσαυξημένο κατά 75% ωρομίσθιό μου προσαυξημένο κατά 150% = 1.552,10 € (ωρομίσθιο κατά τα άνω 5,22 € Χ 75% = 9,13 € Χ [17 Κυριακές Χ 4 ώρες] Χ 150%).
ΣΤ) Για την στέρηση χρήσης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης σε άλλη ημέρα της ίδιας εβδομάδας μου οφείλει το ποσό των 17 ημερομισθίων, δηλαδή ποσό 591,09 € (34,77 € Χ 17).
Δηλαδή για τις Κυριακές των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2004 μου οφείλει το ποσό των 3.621,30 € (ΙV, Α, 2: Α+Β+Γ+Δ+Ε+ΣΤ).
3Α.- ΚΑΤΑ ΜΗΝΕΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ, ΜΑΡΤΙΟ, ΑΠΡΙΛΙΟ, ΜΑΪΟ, ΙΟΥΝΙΟ, ΙΟΥΛΙΟ, ΑΥΓΟΥΣΤΟ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΚΑΙ ΟΚΤΩΒΡΙΟ 2005

Εργάσθηκα σαράντα μία (41) Κυριακές, αυτές των 02.01, 09.01, 16.01, 23.01 και 30.01.2005, 06.02, 13.02, 20.02 και 27.02.2005, 06.03, 13.03, 20.03 και 27.03.2005, 03.04, 10.04, 17.04 και 24.04.2005, 01.05, 08.05, 15.05, 22.05, και 29.05.2005, 05.06, 12.06, 19.06 και 26.06.2005, 03.07, 10.07, 17.07, 24.07 και 31.07.2005, 07.08.2005, 04.09, 11.09, 18.09 και 25.09.2005, 02.10, 09.10, 16.10, 23.10 και 30.10.2005, 12 ώρες την κάθε Κυριακή (από 02.00 – 14.00), με καταβαλλόμενες και συγχρόνως νόμιμες μηνιαίες αποδοχές 916,75 €, ημερομίσθιο 36,67 € (υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 3), χωρίς συγχρόνως να μου χορηγηθεί η κατά νόμο εβδομαδιαία ημέρα ανάπαυσης και συνεπώς η εναγομένη μου οφείλει:
Α) Για σαράντα ένα (41) ημερομίσθια 1.503,47 € (36,67 € Χ 41).
Β) Για προσαύξηση για την εργασία κατά τις Κυριακές 1.127,60 € (1.503,47 Χ 75%).
Γ) Για νυκτερινή εργασία τεσσάρων ωρών (02.00 – 6.00) Χ 41 Κυριακές 902,00 € (ωρομίσθιο = ημερομίσθιο Χ 6 : σύνολο ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή 36,67 Χ 6 : 40 = 5,50 € Χ [41 Κυριακές Χ 4 ώρες]).
Δ) Προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία 225,50 € (νυκτερινή εργασία 902,00 €, κατά τα αμέσως ανωτέρω Χ 25%).
Ε) Για την παράνομη υπέρβαση του ανώτατου ορίου ημερήσιας απασχόλησης (8 ώρες) κατά τέσσερις (4) ώρες για κάθε Κυριακή, μου οφείλει για κάθε ώρα παράνομης απασχόλησης πέραν του 8ώρου το προσαυξημένο κατά 75% ωρομίσθιό μου προσαυξημένο κατά 150%, δηλαδή για τριάντα εννιά Κυριακές (41 – 5 Κυριακές Οκτωβρίου 2005) 3.463,20 € (ωρομίσθιο κατά τα άνω 5,50 € Χ 75% = 9,62 € Χ [36 Κυριακές Χ 4 ώρες] Χ 150%).
ΣΤ.- Για την παράνομη υπέρβαση του ανωτάτου ορίου ημερήσιας απασχόλησης (8 ώρες) κατά τέσσερις (4) ώρες για κάθε μία από τις πέντε (5) Κυριακές του Οκτωβρίου 2005, μου οφείλει για κάθε ώρα παράνομης απασχόλησης πέραν του 8ώρου το προσαυξημένο κατά 75% ωρομίσθιό μου προσαυξημένο κατά 100% (λόγω τροποποίησης του νόμου, όπως προαναφέρθηκε – κατ’ εξαίρεση υπερωρίες), δηλαδή για πέντε (5) Κυριακές του Οκτωβρίου 2005 384,80 € (ωρομίσθιο κατά τα άνω 5,50 € Χ 75% = 9,62 € Χ [5 Κυριακές Χ 4 ώρες] Χ 100%).
Ζ) Για την στέρηση χρήσης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης σε άλλη ημέρα της ίδιας εβδομάδας μου οφείλει το ποσό των 41 ημερομισθίων, δηλαδή ποσό 1.503,47 € (36,67 € Χ 41).
Δηλαδή για τις Κυριακές των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2005 μου οφείλει το ποσό των 9.110,04 € (ΙV, Α, 3Α: Α+Β+Γ+Δ+Ε+ΣΤ+Ζ).
3Β.- ΚΑΤΑ ΜΗΝΕΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΚΑΙ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ 2005, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ, ΜΑΡΤΙΟ, ΑΠΡΙΛΙΟ, ΜΑΪΟ ΚΑΙ ΙΟΥΝΙΟ 2006

Εργάσθηκα είκοσι τρεις (23) Κυριακές, αυτές των 13.11, 20.11 και 27.11.2005 (τρεις Κυριακές), 04.12 και 18.12.2005 (δύο Κυριακές), 08.01, 15.01. και 29.01.2006 (τρεις Κυριακές), 05.02, 12.02 και 19.02.2006 (τρεις Κυριακές), 05.03, 19.03 και 26.03 (τρεις Κυριακές), 02.04, 09.04 και 16.04 (τρεις Κυριακές), 14.05, 21.05 και 28.05.2006 (τρεις Κυριακές), 04.06, 11.06 και 25.06.2006 (τρεις Κυριακές), 7 ώρες την κάθε Κυριακή (από 05.00 – 12.00), με καταβαλλόμενες και συγχρόνως νόμιμες μηνιαίες αποδοχές 916,75 €, ημερομίσθιο 36,67 € (υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 3), χωρίς συγχρόνως να μου χορηγηθεί η κατά νόμο εβδομαδιαία ημέρα ανάπαυσης και συνεπώς η εναγομένη μου οφείλει:
Α) Για είκοσι τρία (23) ημερομίσθια 843,41 € (36,67 € Χ 23).
Β) Για προσαύξηση για την εργασία κατά τις Κυριακές 632,56 € (843,41 Χ 75%).
Γ) Για νυκτερινή εργασία μίας ώρας την κάθε Κυριακή (05.00 – 06.00) Χ 23 Κυριακές 126,50 € (ωρομίσθιο = ημερομίσθιο Χ 6 : σύνολο ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή 36,67 Χ 6 : 40 = 5,50 € Χ [23 Κυριακές Χ 1 ώρα]).
Δ) Προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία 31,62 € (νυκτερινή εργασία 126,50 €, κατά τα αμέσως ανωτέρω Χ 25%).
Ε) Για την στέρηση χρήσης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης σε άλλη ημέρα της ίδιας εβδομάδας μου οφείλει το ποσό των 23 ημερομισθίων, δηλαδή ποσό 843,41 € (36,67 € Χ 23).
Δηλαδή για τις Κυριακές των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2005 και Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2006, μου οφείλει το ποσό των 2.477,50 € (ΙV, 3Β, Α+Β+Γ+Δ+Ε).
4.- ΚΑΤΑ ΜΗΝΕΣ ΙΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΟ 2006

Εργάσθηκα τέσσερις (4) Κυριακές, αυτές των 09.07, 16.07 και 23.07.2006 (τρεις Κυριακές), 06.08.2006 (1 Κυριακή), 7 ώρες την κάθε Κυριακή (από 05.00 – 12.00), με καταβαλλόμενες και συγχρόνως νόμιμες μηνιαίες αποδοχές 932,00 €, ημερομίσθιο 37,28 € (υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 4), χωρίς συγχρόνως να μου χορηγηθεί η κατά νόμο εβδομαδιαία ημέρα ανάπαυσης και συνεπώς η εναγομένη μου οφείλει:
Α) Για τέσσερα (4) ημερομίσθια 149,12 € (37,28 € Χ 4).
Β) Για προσαύξηση για την εργασία κατά τις Κυριακές 111,84 € (149,12 Χ 75%).
Γ) Για νυκτερινή εργασία μίας ώρας την κάθε Κυριακή (05.00 – 06.00) Χ 4 Κυριακές 22,36 € (ωρομίσθιο = ημερομίσθιο Χ 6 : σύνολο ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή 37,28 Χ 6 : 40 = 5,59 € Χ [4 Κυριακές Χ 1 ώρα]).
Δ) Προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία 5,59 € (νυκτερινή εργασία 22,36 €, κατά τα αμέσως ανωτέρω Χ 25%).
Ε) Για την στέρηση χρήσης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης σε άλλη ημέρα της ίδιας εβδομάδας μου οφείλει το ποσό των 4 ημερομισθίων, δηλαδή ποσό 149,12 € (37,28 € Χ 4).
Δηλαδή για τις Κυριακές των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου 2006, μου οφείλει το ποσό των 438,03 € (ΙV, Α, 4: Α+Β+Γ+Δ+Ε).
5.- ΚΑΤΑ ΜΗΝΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ, ΟΚΤΩΒΡΙΟ, ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΚΑΙ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ 2006
Εργάσθηκα δέκα (10) Κυριακές, αυτές των 03.09, 10.09 και 24.09.2006 (τρεις Κυριακές), 01.10, 15.10 και 22.10.2006 (τρεις Κυριακές), 05.11, 19.11 και 26.11.2006 (τρεις Κυριακές) και 03.12.2006 (μία Κυριακή), 7 ώρες την κάθε Κυριακή (από 05.00 – 12.00), με καταβαλλόμενες και συγχρόνως νόμιμες μηνιαίες αποδοχές 969,75 €, ημερομίσθιο 38,79 € (υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 5), χωρίς συγχρόνως να μου χορηγηθεί η κατά νόμο εβδομαδιαία ημέρα ανάπαυσης και συνεπώς η εναγομένη μου οφείλει:
Α) Για δέκα (10) ημερομίσθια = 387,90 € (38,79 € Χ 10).
Β) Για προσαύξηση για την εργασία κατά τις Κυριακές 290,92 € (387,90 Χ 75%).
Γ) Για νυκτερινή εργασία μίας ώρας την κάθε Κυριακή (05.00 – 06.00) Χ 10 Κυριακές 58,20 € (ωρομίσθιο = ημερομίσθιο Χ 6 : σύνολο ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή 38,79 Χ 6 : 40 = 5,82 € Χ [10 Κυριακές Χ 1 ώρα]).
Δ) Προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία 14,55 € (νυκτερινή εργασία 58,20 €, κατά τα αμέσως ανωτέρω Χ 25%).
Ε) Για την στέρηση χρήσης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης σε άλλη ημέρα της ίδιας εβδομάδας μου οφείλει το ποσό των 10 ημερομισθίων, δηλαδή ποσό 387,90 € (38,79 € Χ 10).
Δηλαδή για τις Κυριακές των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου 2006, μου οφείλει το ποσό των 1.139,47 € (ΙV, Α, 5: Α+Β+Γ+Δ+Ε).
Δηλαδή από την παραπάνω υπό ΙV, Α αιτία της μη καταβολής των νόμιμων αποζημιώσεων για την εργασία μου κατά τις Κυριακές η εναγομένη δεν μου κατέβαλε, όπως όφειλε, το συνολικό ποσό των 19.467,72 € (ΙV, Α: 1+2+3Α+3Β+4+5), για δε την στέρηση της αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης η εναγόμενη μου οφείλει τα ποσά που αντιστοιχούν σ’ αυτήν την αιτία με τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, αφού αυτά τα ποσά θα κατέβαλε σε οποιαδήποτε υπάλληλο που θα απασχολείτο στην δική μου θέση κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα.
Αλλιώς και όλως επικουρικώς η εναγομένη μου οφείλει τα ανωτέρω ποσά και σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού αυτά τα ποσά θα κατέβαλε σε οποιαδήποτε υπάλληλο που θα απασχολείτο στην δική μου θέση κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα.
Β.- ΟΦΕΙΛΗ ΑΠΟ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΩΝ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΥ ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΑ (ΚΛΑΔΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ)
Όπως προαναφέρθηκε από την ημέρα της πρόσληψής μου μέχρι και την απόλυσή μου εργάστηκα, χωρίς καμία ημέρα εξαίρεσης όλα τα Σάββατα επί 14 ώρες κάθε φορά (01.00 έως 15.00 του Σαββάτου), χωρίς ουδέποτε η εναγομένη να μου καταβάλει τα υπό της συλλογικής σύμβασης εργασίας προβλεπόμενα ημερομίσθια (δηλαδή ένα ημερομίσθιο για τις 7 ώρες εργασίας, δύο ημερομίσθια για τις 11 ώρες εργασίας ή τρία ημερομίσθια για τις 14 ώρες εργασίας), καταβάλλοντας πάντοτε ένα ημερομίσθιο παρά το ότι εργαζόμουν 14 ώρες κάθε Σάββατο και χωρίς να μου καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση για την νυκτερινή μου εργασία κάθε Σάββατο, που ανέρχονταν σε πέντε ώρες (01.00 – 06.00), υπολογιζόμενου του μισθού μου κατά τις άνω υπό ΙΙΙ διακρίσεις.
Έτσι, για όλο το διάστημα της εργασίας μου στην εναγομένη εργάστηκα τα εξής Σάββατα και υπό τις διακρίσεις των παραπάνω καταβαλλόμενων ημερομισθίων:
1.- ΚΑΤΑ ΜΗΝΕΣ ΙΟΥΝΙΟ, ΙΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΟ 2004
Εργάσθηκα δεκατρία (13) Σάββατα, αυτά των 05.06, 12.06, 19.06 και 26.06.2004, 03.07, 10.07, 17.07, 24.07 και 31.07.2004, 07.08, 14.08, 21.08 και 28.08.2004, δεκατέσσερις (14) ώρες (από 01.00 – 15.00) κάθε Σάββατο, με καταβαλλόμενες και συγχρόνως νόμιμες μηνιαίες αποδοχές 841,00 €, ημερομίσθιο 33,64 € (υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 1), χωρίς συγχρόνως να μου χορηγηθούν τα προβλεπόμενα από την κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας δύο επιπλέον ημερομίσθια, καθώς και η προσαύξηση για την νυκτερινή μου εργασία και συνεπώς η εναγομένη μου οφείλει:
Α) Για είκοσι έξι (26) ημερομίσθια (δεκατρία [13] Σάββατα Χ 2 επιπλέον ημερομίσθια) 874,64 (33,64 Χ 26).
Β) Για νυκτερινή εργασία πέντε (5) ωρών κάθε Σαββάτου (01.00 – 6.00) 328,25 € (ωρομίσθιο = ημερομίσθιο Χ 6 : σύνολο ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή 33,64 Χ 6 : 40 = 5,05 € Χ [13 Σάββατα Χ 5 ώρες]).
Γ) Προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία 82,06 € (νυκτερινή εργασία 328,25 €, κατά τα αμέσως ανωτέρω Χ 25%).
Δηλαδή για τα Σάββατα των μηνών Απριλίου, Μαϊου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2004 μου οφείλει το ποσό των 1.284,95 € (ΙV, Β, 1: Α+Β+Γ).
2.- ΚΑΤΑ ΜΗΝΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ, ΟΚΤΩΒΡΙΟ, ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΚΑΙ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ 2004
Εργάσθηκα δεκαέξι (16) Σάββατα, αυτά των 04.09, 11.09, 18.09 και 25.09.2004, 02.10, 09.10, 16.10, 23.10 και 30.10.2004, 06.11, 13.11, 20.11 και 27.11.2004, 04.12, 11.12 και 18.12.2004, 14 ώρες το κάθε Σάββατο (από 01.00 – 15.00), με καταβαλλόμενες και συγχρόνως νόμιμες μηνιαίες αποδοχές 869,25 €, ημερομίσθιο 34,77 € (υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 2), χωρίς συγχρόνως να μου χορηγηθούν τα προβλεπόμενα από την κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας δύο επιπλέον ημερομίσθια, καθώς και η προσαύξηση για την νυκτερινή μου εργασία και συνεπώς η εναγομένη μου οφείλει:
Α) Για τριάντα δύο (32) ημερομίσθια (δεκαέξι (16) Σάββατα Χ 2 επιπλέον ημερομίσθια) 1.112,64 € (34,77 € Χ 32).
Β) Για νυκτερινή εργασία πέντε ωρών (01.00 – 6.00) κάθε Σαββάτου 417,60 € (ωρομίσθιο = ημερομίσθιο Χ 6 : σύνολο ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή 34,77 Χ 6 : 40 = 5,22 € Χ [16 Σάββατα Χ 5 ώρες]).
Γ) Προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία 104,40 € (νυκτερινή εργασία 417,60 €, κατά τα αμέσως ανωτέρω Χ 25%).
Δηλαδή για τα Σάββατα των μηνών Σεπτεμβρίου. Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2004 μου οφείλει το ποσό των 1.634,64 € (ΙV, Β, 2: Α+Β+Γ).
3.- ΚΑΤΑ ΜΗΝΕΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ, ΜΑΡΤΙΟ, ΑΠΡΙΛΙΟ, ΜΑΪΟ, ΙΟΥΝΙΟ, ΙΟΥΛΙΟ, ΑΥΓΟΥΣΤΟ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΚΑΙ ΟΚΤΩΒΡΙΟ, ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΚΑΙ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ 2005, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ, ΜΑΡΤΙΟ, ΑΠΡΙΛΙΟ, ΜΑΪΟ ΚΑΙ ΙΟΥΝΙΟ 2006
Εργάσθηκα εβδομήντα τέσσερα (74) Σάββατα, αυτά των 08.01, 15.01, 22.01 και 29.01.2005, 05.02, 12.02, 19.02 και 26.02.2005, 05.03, 12.03, 19.03 και 26.03.2005, 02.04, 09.04, 16.04, 23.04 και 30.04.2005, 07.05, 14.05, 21.05 και 28.05.2005, 04.06, 11.06, 18.06 και 25.06.2005, 02.07, 09.07, 16.07, 23.07 και 30.07.2005, 06.08.2005 και κανένα άλλο Σάββατο του Αυγούστου 2005 λόγω της αδείας μου, 03.09, 10.09, 17.09 και 24.09.2005, 01.10, 08.10, 15.10, 22.10 και 29.10.2005, 05.11, 12.11, 19.11 και 26.11.2005, 03.12, 10.12, 17.12, 24.12 και 31.12.2005, 07.01, 14.01, 21.01 και 28.01.2006, 04.02, 11.02, 18.02 και 25.02.2006, 04.03, 11.03, 18.03 και 25.03.2006, 01.04, 08.04, 15.04, 22.04 και 29.04.2006, 06.05, 13.05, 20.05. και 27.05.2006, 03.06, 10.06, 17.06 και 24.06.2006, 14 ώρες το κάθε Σάββατο (από 01.00 – 15.00), με καταβαλλόμενες και συγχρόνως νόμιμες μηνιαίες αποδοχές 916,75 €, ημερομίσθιο 36,67 € (υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 3), χωρίς συγχρόνως να μου χορηγηθούν τα προβλεπόμενα από την κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας δύο επιπλέον ημερομίσθια, καθώς και η προσαύξηση για την νυκτερινή μου εργασία και συνεπώς η εναγομένη μου οφείλει:
Α) Για εκατόν σαράντα οκτώ (148) ημερομίσθια (εβδομήντα τέσσερα (74) Σάββατα Χ 2 επιπλέον ημερομίσθια) 5.427,16 € (36,67 € Χ 148).
Β) Για νυκτερινή εργασία πέντε ωρών (01.00 – 6.00) κάθε Σαββάτου 2.035,00 € (ωρομίσθιο = ημερομίσθιο Χ 6 : σύνολο ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή 36,67 Χ 6 : 40 = 5,50 € Χ [74 Σάββατα Χ 5 ώρες]).
Γ) Προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία 508,75 € (νυκτερινή εργασία 2.035,00 €, κατά τα αμέσως ανωτέρω Χ 25%).
Δηλαδή για τα Σάββατα των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαϊου, Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2005, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου Απριλίου, Μαϊου και Ιουνίου 2006 μου οφείλει το ποσό των 7.970,91 € (ΙV, Β, 3: Α+Β+Γ).
4.- ΚΑΤΑ ΜΗΝΕΣ ΙΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΟ 2006
Εργάσθηκα έξι (6) Σάββατα, αυτά των 01.07, 08.07, 15.07, 22.07 και 29.07.2006, 05.08.2006 και κανένα άλλο Σάββατο του Αυγούστου 2006 λόγω της αδείας μου, 14 ώρες το κάθε Σάββατο (από 01.00 – 15.00), με καταβαλλόμενες και συγχρόνως νόμιμες μηνιαίες αποδοχές 932,00 €, ημερομίσθιο 37,28 € (υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 4), χωρίς συγχρόνως να μου χορηγηθούν τα προβλεπόμενα από την κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας δύο επιπλέον ημερομίσθια, καθώς και η προσαύξηση για την νυκτερινή μου εργασία και συνεπώς η εναγομένη μου οφείλει:
Α) Για δώδεκα (12) ημερομίσθια (έξι (6) Σάββατα Χ 2 επιπλέον ημερομίσθια) 447,36 € (37,28 € Χ 12).
Β) Για νυκτερινή εργασία πέντε ωρών (01.00 – 6.00) κάθε Σαββάτου 167,70 € (ωρομίσθιο = ημερομίσθιο Χ 6 : σύνολο ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή 37,28 Χ 6 : 40 = 5,59 € Χ [6 Σάββατα Χ 5 ώρες]).
Γ) Προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία 41,92 € (νυκτερινή εργασία 167,70 €, κατά τα αμέσως ανωτέρω Χ 25%).
Δηλαδή για τα Σάββατα των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου 2006 μου οφείλει το ποσό των 656,98 € (ΙV, Β, 4: Α+Β+Γ).
5.- ΚΑΤΑ ΜΗΝΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ, ΟΚΤΩΒΡΙΟ, ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΚΑΙ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ 2006
Εργάσθηκα δεκατέσσερα (14) Σάββατα, αυτά των 02.09, 09.09, 16.09, 23.09 και 30.09.2006, 07.10, 14.10, 21.10 και 28.10.2006, 4.11, 11.11, 18.11, και 25.11.2006 και 02.12.2006, 14 ώρες το κάθε Σάββατο (από 01.00 – 15.00), με καταβαλλόμενες και συγχρόνως νόμιμες μηνιαίες αποδοχές 969,75 €, ημερομίσθιο 38,79 € (υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 5), χωρίς συγχρόνως να μου χορηγηθούν τα προβλεπόμενα από την κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας δύο επιπλέον ημερομίσθια, καθώς και η προσαύξηση για την νυκτερινή μου εργασία και συνεπώς η εναγομένη μου οφείλει:
Α) Για είκοσι οκτώ (28) ημερομίσθια (δεκατέσσερα (14) Σάββατα Χ 2 επιπλέον ημερομίσθια) 1.086,12 € (38,79 € Χ 28).
Β) Για νυκτερινή εργασία πέντε ωρών (01.00 – 6.00) κάθε Σαββάτου 407,40 € (ωρομίσθιο = ημερομίσθιο Χ 6 : σύνολο ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή 38,79 Χ 6 : 40 = 5,82 € Χ [14 Σάββατα Χ 5 ώρες]).
Γ) Προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή εργασία 101,85 € (νυκτερινή εργασία 407,40 €, κατά τα αμέσως ανωτέρω Χ 25%).
Δηλαδή για τα Σάββατα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2006 μου οφείλει το ποσό των 1.595,37 € (ΙV, Β, 5: Α+Β+Γ).
Δηλαδή από την παραπάνω υπό ΙV, Β αιτία της μη καταβολής των νόμιμων αποζημιώσεων για την εργασία μου κατά τα Σάββατα η εναγομένη δεν μου κατέβαλε, όπως όφειλε, το συνολικό ποσό των 13.142,85 € (ΙV, Β: 1+2+3+4+5).
Αλλιώς και όλως επικουρικώς η εναγομένη μου οφείλει τα ανωτέρω ποσά και σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού αυτά τα ποσά θα κατέβαλε σε οποιαδήποτε υπάλληλο που θα απασχολείτο στην δική μου θέση κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα.
Γ.- ΟΦΕΙΛΗ ΑΠΟ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ (ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΩΝ) ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ, ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΜΗ ΝΟΜΙΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ
Όπως προαναφέρθηκε, εργάστηκα στην εναγόμενη από την «επίσημη» ημέρα της πρόσληψής μου (04.06.2004) μέχρι και την απόλυσή μου (09.12.2006) συνεχώς και αδιαλείπτως επί επτά ημέρες ανά εβδομάδα, πλην των αργιών και των ημερών της νόμιμης αδείας μου, χωρίς καμία ημέρα αναπαύσεως (ρεπό) σε όλο το διάστημα της εργασίας μου και τις ώρες που περιγράφονται παραπάνω κάθε ημέρα, δηλαδή 10 ώρες ημερησίως για τις καθημερινές και 14 ώρες τα Σάββατα, δηλαδή εργαζόμουν 64 ώρες εβδομαδιαίως (μη συμπεριλαμβανόμενης της Κυριακής, δηλαδή 5 καθημερινές ημέρες Χ 10 ώρες και ένα Σάββατο Χ 14 ώρες), αντί των κανονικών 40 ωρών εργασίας ανά εβδομάδα, δηλαδή πραγματοποιούσα με ρητή εντολή της εργοδότριάς μου και με την απειλή απόλυσής μου, σε περίπτωση μη αποδοχής των όρων εργασίας που μου επέβαλε και για το διάστημα από την πρόσληψή μου μέχρι 30.09.2005 (παλαιό καθεστώς του νόμου), τρεις (3) ώρες ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης και είκοσι μία (21) ώρες υπερωριακής απασχόλησης ανά εβδομάδα από 19.04.2005 μέχρι τις 30.09.2005 και οκτώ (8) ώρες υπερεργασίας και δεκαέξι (16) ώρες μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης ανά εβδομάδα από 01.10.2005 μέχρι 09.12.2006 (σύμφωνα με τα ανωτέρω καθοριζόμενα).
Έτσι, η εναγομένη μου οφείλει για την μη καταβολή των υπερωριών τα εξής ποσά:
1) Α.- Για τις πέντε (5) εβδομάδες δηλαδή 1) Δευτέρα 07.06.2004 μέχρι Σάββατο 12.06.2004, 2) Δευτέρα 14.06.2004 μέχρι Σάββατο 19.06.2004, 3) Δευτέρα 21.06.2004 μέχρι Σάββατο 26.06.2004, 4) Δευτέρα 28.06.2004 μέχρι Σάββατο 03.07.2004, 5) Δευτέρα 05.07.2004 μέχρι Σάββατο 10.07.2004, σύμφωνα με το μισθό που μου οφείλετο (ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 1), ώρες υπερωρίας 120 (24 ώρες ανά εβδομάδα Χ 5 εβδομάδες), για τις οποίες η εναγομένη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 908,40 € (μισθός 841,00 : 25 Χ 6 : 40 = 5,05 ωρομίσθιο + 2,52 το 50% = 7,57 Χ 120 ώρες).
Β.- Για τις δεκατέσσερις (14) εβδομάδες, δηλαδή 1) Δευτέρα 12.07.2004 μέχρι Σάββατο 17.07.2004, 2) Δευτέρα 19.07.2004 μέχρι Σάββατο 24.07.2004, 3) Δευτέρα 26.07.2004 μέχρι Σάββατο 31.07.2004, 4) Δευτέρα 02.08.2004 μέχρι Σάββατο 07.08.2004, 5) Δευτέρα 09.08.2004 μέχρι 14.08.2004, 6) Δευτέρα 16.08.2004 μέχρι Σάββατο 21.08.2004 και 7) Δευτέρα 23.08.2004 μέχρι Σάββατο 28.08.2004, σύμφωνα με το μισθό που μου οφείλετο (ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 1), ώρες υπερωρίας 168 (24 ώρες ανά εβδομάδα Χ 7 εβδομάδες), για τις οποίες η εναγομένη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 2.120,16 € (μισθός 841,00 : 25 Χ 6 : 40 = 5,05 ωρομίσθιο + 7,57 το 150% [λόγω της συμπλήρωσης των 120 ωρών ετησίων υπερωριών και υπερεργασιών κατά τα άνω] = 12,62 Χ 168 ώρες).
Δηλαδή για τις ανωτέρω δύο υποπεριπτώσεις (υπό ΙV, Γ, 1: Α+Β) του παραπάνω χρονικού διαστήματος (από 07.06.2004 μέχρι 28.08.2004), η εναγόμενη μου οφείλει το ποσό των 3.028,56 €.
2) Για τις δεκαεπτά (17) εβδομάδες δηλαδή 1) Δευτέρα 06.09.2004 μέχρι Σάββατο 11.09.2004, 2) Δευτέρα 13.09.2004 μέχρι Σάββατο 18.09.2004, 3) Δευτέρα 20.09.2004 μέχρι Σάββατο 25.09.2004, 4) Δευτέρα 27.09.2004 μέχρι Σάββατο 02.10.2004, 5) Δευτέρα 04.10.2004 μέχρι Σάββατο 09.10.2004, 6) Δευτέρα 11.10.2004 μέχρι Σάββατο 16.10.2004, 7) Δευτέρα 18.10.2004 μέχρι Σάββατο 23.10.2004, 8) Δευτέρα 25.10.2004 μέχρι Σάββατο 30.10.2004 (εκτός της ημέρας της 28.10.2004, για την οποία αφαιρούνται 2 ώρες υπερεργασίας), 9) Δευτέρα 01.11.2004 μέχρι Σάββατο 06.11.2004, 10) Δευτέρα 08.11.2004 μέχρι Σάββατο 13.11.2004, 11) Δευτέρα 15.11.2004 μέχρι Σάββατο 20.11.2004, 12) Δευτέρα 22.11.2004 μέχρι 27.11.2004, 13) Δευτέρα 29.11.2004 μέχρι Σάββατο 04.12.2004, 14) Δευτέρα 06.12.2004 μέχρι Σάββατο 11.12.2004, 15) Δευτέρα 13.12.2004 μέχρι Σάββατο 18.12.2004, 16) Δευτέρα 20.12.2004 μέχρι 25.12.2004 (εκτός της ημέρας της 25.12.2004, για την οποία αφαιρούνται 2 ώρες υπερεργασίας), και 17) Δευτέρα 27.12.2004 μέχρι Σάββατο 01.01.2005 (εκτός της ημέρας της 01.01.2005, για την οποία αφαιρούνται 2 ώρες υπερεργασίας), σύμφωνα με το μισθό που μου οφείλετο (ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 2), ώρες υπερεργασίας 408 (24 ώρες ανά εβδομάδα Χ 17 εβδομάδες) και μετά την αφαίρεση των 6 ωρών που αναφέρθηκαν ανωτέρω, ώρες υπερεργασίας 402, για τις οποίες η εναγομένη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 5.246,10 € (μισθός 869,25 : 25 Χ 6 : 40 = 5,22 ωρομίσθιο + 7,83 το 150% [λόγω της συμπλήρωσης των 120 ωρών ετησίων υπερωριών και υπερεργασιών κατά τα άνω] = 13,05 Χ 402 ώρες).
Δηλαδή για την ανωτέρω περίπτωση (υπό ΙV, Γ, 2) του παραπάνω χρονικού διαστήματος (από 06.09.2004 μέχρι 01.01.2005), η εναγόμενη μου οφείλει το ποσό των 5.246,10 €.
3) Α.- Για τις είκοσι δύο (22) εβδομάδες δηλαδή 1) Δευτέρα 03.01.2005 μέχρι Σάββατο 08.01.2005, 2) Δευτέρα 10.01.2005 μέχρι Σάββατο 15.01.2005, 3) Δευτέρα 17.01.1005 μέχρι Σάββατο 22.01.2005, 4) Δευτέρα 24.01.2005 μέχρι Σάββατο 29.01.2005, 5) Δευτέρα 31.01.2005 μέχρι Σάββατο 05.02.2005, 6) Δευτέρα 07.02.2005 μέχρι Σάββατο 12.02.2005, 7) Δευτέρα 14.02.2005 μέχρι Σάββατο 19.02.2005, 8) Δευτέρα 21.02.2005 μέχρι Σάββατο 26.02.2005, 9) Δευτέρα 28.02.2005 μέχρι Σάββατο 05.03.2005, 10) Δευτέρα 07.03.2005 μέχρι Σάββατο 12.03.2005, 11) Δευτέρα 14.03.2005 μέχρι Σάββατο 19.03.2005, 12) Δευτέρα 21.03.2005 μέχρι Σάββατο 26.03.2005, 13) Δευτέρα 28.03.2005 μέχρι Σάββατο 02.04.2005, 14) Δευτέρα 04.04.2005 μέχρι Σάββατο 09.04.2005, 15) Δευτέρα 11.04.2005 μέχρι Σάββατο 16.04.2005, 16) Δευτέρα 18.04.2005 μέχρι 23.04.2005, 17) Δευτέρα 25.04.2005 μέχρι Σάββατο 30.04.2005, 18) Δευτέρα 02.05.2005 μέχρι Σάββατο 07.05.2005, 19) Δευτέρα 09.05.2005 μέχρι Σάββατο 14.05.2005, 20) Δευτέρα 16.05.2005 μέχρι Σάββατο 21.05.2005, 21) Δευτέρα 23.05.2005 μέχρι Σάββατο 28.05.2005, 22) Δευτέρα 30.05.2005 μέχρι Σάββατο 04.06.2005, ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώθηκε ένα έτος εργασίας, σύμφωνα με το μισθό που μου οφείλετο (ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 3), ώρες υπερεργασίας 528 (24 ώρες ανά εβδομάδα Χ 22 εβδομάδες), για τις οποίες η εναγόμενη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 7.260,00 € (μισθός 916,75 : 25 Χ 6 : 40 = 5,50 ωρομίσθιο + 8,25 το 150% [λόγω της συμπλήρωσης των 120 ωρών ετησίων υπερωριών και υπερεργασιών κατά τα άνω] = 13,75 Χ 528 ώρες).
Β.- Για τις πέντε (5) εβδομάδες και μέχρι να συμπληρωθούν 120 ώρες υπερωρίας για το δεύτερο έτος απασχόλησής μου δηλαδή 1) Δευτέρα 06.06.2005 μέχρι Σάββατο 11.06.2005, 2) Δευτέρα 13.06.2005 μέχρι Σάββατο 18.06.2005, 3) Δευτέρα 20.06.2005 μέχρι Σάββατο 25.06.2005, 4) Δευτέρα 27.06.2005 μέχρι Σάββατο 02.07.2005, 5) Δευτέρα 04.07.2005 μέχρι Σάββατο 09.07.2004, σύμφωνα με το μισθό που μου οφείλετο (ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 3), ώρες υπερεργασίας 120 (24 ώρες ανά εβδομάδα Χ 5 εβδομάδες), για τις οποίες η εναγόμενη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 990,00 € (μισθός 916,75 : 25 Χ 6 : 40 = 5,50 ωρομίσθιο + 2,75 το 50% [λόγω μη συμπλήρωσης των 120 ωρών ετησίων υπερωριών και υπερεργασιών κατά τα άνω] = 8,25 Χ 120 ώρες).
Γ.- Για τις εννέα (9) εβδομάδες δηλαδή 1) Δευτέρα 11.07.2005 μέχρι Σάββατο 16.07.2005, 2) Δευτέρα 18.07.2005 μέχρι Σάββατο 23.07.2005, 3) Δευτέρα 25.07.2005 μέχρι Σάββατο 30.07.2005, 4) Δευτέρα 01.08.2005 μέχρι Σάββατο 06.08.2005, 5) Δευτέρα 29.08.2005 μέχρι Σάββατο 03.09.2005, 6) Δευτέρα 05.09.2005 μέχρι Σάββατο 10.09.2005, 7) Δευτέρα 12.09.2005 μέχρι Σάββατο 17.09.2005,, 8) Δευτέρα 19.9.2005 μέχρι Σάββατο 24.09.2005, 9) Δευτέρα 26.09.2005 μέχρι Παρασκευή 30.09.2005 (ημερομηνία κατά την οποία έληξε η ισχύς του άρθρου 4 του Ν 2874/2000 κατά την παλιά μορφή του), σύμφωνα με το μισθό που μου οφείλετο (ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 3), εργάσθηκα 64 ώρες αντί για 40 εβδομαδιαίως για τις 8 πρώτες εβδομάδες και 50 ώρες (αφού δεν υπολογίζεται το Σάββατο 01.10.2005) την τελευταία εβδομάδα, δηλαδή ώρες 202 ώρες υπερεργασίας (24 ώρες ανά εβδομάδα Χ 8 πρώτες εβδομάδες + 10 ώρες Χ 1 εβδομάδα), για τις οποίες η εναγόμενη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 2.777,50 € (μισθός 916,75 : 25 Χ 6 : 40 = 5,50 ωρομίσθιο + 8,25 το 150% [λόγω της συμπλήρωσης των 120 ωρών ετησίων υπερωριών και υπερεργασιών κατά τα άνω] = 13,75 Χ 202 ώρες).
Δ.- Για τις τριάντα εννέα (39) εβδομάδες δηλαδή 1) Δευτέρα 03.10.2005 (ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η ισχύς του άρθρου 4 του Ν 2874/2000 κατά την νέα μορφή του) μέχρι Σάββατο 08.10.2005, 2) Δευτέρα 10.10.2005 μέχρι Σάββατο 15.10.2005, 3) Δευτέρα 17.10.2005 μέχρι Σάββατο 22.10.2005, 4) Δευτέρα 24.10.2005 μέχρι Σάββατο 29.10.2005, 5) Δευτέρα 31.10.2005 μέχρι Σάββατο 05.11.2005, 6) Δευτέρα 7.11.2005 μέχρι Σάββατο 12.11.2005, 7) Δευτέρα 14.11.2005 μέχρι Σάββατο 19.11.2005, 8) Δευτέρα 21.11.2005 μέχρι Σάββατο 26.11.2005, 9) Δευτέρα 28.11.2005 μέχρι Σάββατο 03.12.2005, 10) Δευτέρα 05.12.2005 μέχρι Σάββατο 10.12.2005, 11) Δευτέρα 12.12.2005 μέχρι Σάββατο 17.12.2005, 12) Δευτέρα 19.12.2005 μέχρι Σάββατο 24.12.2005, 13) Δευτέρα 26.12.2005 μέχρι 31.12.2005, 14) Δευτέρα 02.01.2006 μέχρι Σάββατο 07.01.2006, 15) Δευτέρα 09.01.2006 μέχρι Σάββατο 14.01.2006, 16) Δευτέρα 16.01.2006 μέχρι Σάββατο 21.01.2006, 17) Δευτέρα 23.01.2006 μέχρι Σάββατο 28.01.2006, 18) Δευτέρα 30.01.2006 μέχρι Σάββατο 04.02.2006, 19) Δευτέρα 06.02.2006 μέχρι Σάββατο 11.02.2006, 20) Δευτέρα 13.02.2006 μέχρι Σάββατο 18.02.2006, 21) Δευτέρα 20.02.2006 μέχρι Σάββατο 25.02.2006, 22) Δευτέρα 27.02.2006 μέχρι Σάββατο 04.03.2006, 23) Δευτέρα 06.03.2006 μέχρι Σάββατο 11.03.2006, 24) Δευτέρα 13.03.2006 μέχρι Σάββατο 18.03.2006, 25) Δευτέρα 20.03.2006 μέχρι Σάββατο 25.03.2006, 26) Δευτέρα 27.03.2006 μέχρι Σάββατο 01.04.2006, 27) Δευτέρα 03.04.2006 μέχρι Σάββατο 08.04.2006, 28) Δευτέρα 10.04.2006 μέχρι Σάββατο 15.04.2006, 29) Δευτέρα 17.04.2006 μέχρι Σάββατο 22.04.2006, 30) Δευτέρα 24.04.2006 μέχρι 29.04.2006, 31) Δευτέρα 01.05.2006 μέχρι Σάββατο 06.05.2006, 32) Δευτέρα 08.05.2006 μέχρι Σάββατο 13.05.2006, 33) Δευτέρα 15.05.2006 μέχρι Σάββατο 20.05.2006, 34) Δευτέρα 22.05.2006 μέχρι Σάββατο 27.05.2006 και 35) Δευτέρα 29.05.2006 μέχρι Σάββατο 03.06.2006, 36) Δευτέρα 05.06.2006 μέχρι Σάββατο 10.06.2006, 37) Δευτέρα 12.06.2006 μέχρι Σάββατο 17.06.2005, 38) Δευτέρα 19.06.2006 μέχρι Σάββατο 24.06.2006, 39) Δευτέρα 26.06.2006 μέχρι Σάββατο 01.07.2006, εργάσθηκα 24 ώρες παραπάνω από το προβλεπόμενο εβδομαδιαίο 40ωρο (2 ώρες επιπλέον τις καθημερινές και 14 ώρες τα Σάββατα) και εκ των οποίων οι 8 πρώτες ώρες ανά εβδομάδα αποτελούσε υπερεργασία, ενώ οι υπόλοιπες 16 κατ’ εξαίρεση υπερωρίες και σύμφωνα με το μισθό που μου οφείλετο (ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 3), η εναγόμενη μου οφείλει:
ι) 312 ώρες υπερεργασίας (8 πρώτες ώρες κάθε εβδομάδα, δηλαδή 8 ώρες Χ 39 εβδομάδες), για τις οποίες η εναγόμενη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 2.143,44 € (μισθός 916,75 : 25 Χ 6 : 40 = 5,50 ωρομίσθιο + 1,37 το 25% = 6,87 Χ 312 ώρες).
ιι) 624 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίες (16 ώρες ανά εβδομάδα Χ 39 εβδομάδες), για τις οποίες η εναγομένη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 6.864,00 € (μισθός 916,75 : 25 Χ 6 : 40 = 5,50 ωρομίσθιο + 5,50 το 100% = 11,00 Χ 624 ώρες).
Δηλαδή για τις ανωτέρω τέσσερις (4) υποπεριπτώσεις (υπό ΙV, Γ, 3: Α+Β+Γ+Δ[ι+ιι]) του παραπάνω χρονικού διαστήματος (από 03.01.2005 μέχρι 01.07.2006), η εναγόμενη μου οφείλει το ποσό των 20.034,94 €.
4) Για τις πέντε (5) εβδομάδες δηλαδή 1) Δευτέρα 03.07.2006 μέχρι Σάββατο 08.07.2006, 2) Δευτέρα 10.07.2006 μέχρι Σάββατο 15.07.2006, 3) Δευτέρα 17.07.2006 μέχρι Σάββατο 22.07.2006, 4) Δευτέρα 24.07.2006 μέχρι Σάββατο 29.07.2006 και 5) Δευτέρα 31.07.2006 μέχρι Σάββατο 05.08.2006, εργάσθηκα 24 ώρες παραπάνω από το προβλεπόμενο εβδομαδιαίο 40ωρο (2 ώρες επιπλέον τις καθημερινές και 14 ώρες τα Σάββατα) και εκ των οποίων οι 8 πρώτες ώρες ανά εβδομάδα αποτελούσε υπερεργασία, ενώ οι υπόλοιπες 16 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίες και σύμφωνα με το μισθό που μου οφείλετο (ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 4), η εναγόμενη μου οφείλει:
ι) 40 ώρες υπερεργασίας (8 πρώτες ώρες κάθε εβδομάδα, δηλαδή 8 ώρες Χ 5 εβδομάδες), για τις οποίες η εναγόμενη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 279,60 € (μισθός 932,00 : 25 Χ 6 : 40 = 5,59 ωρομίσθιο + 1,40 το 25% = 6,99 Χ 40 ώρες).
ιι) 80 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίες (16 ώρες ανά εβδομάδα Χ 5 εβδομάδες), για τις οποίες η εναγομένη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 894,40 € (μισθός 932,00 : 25 Χ 6 : 40 = 5,59 ωρομίσθιο + 5,59 το 100% = 11,18 Χ 80 ώρες).
Δηλαδή για την ανωτέρω περίπτωση (υπό ΙV, Γ, 4[ι+ιι]) του παραπάνω χρονικού διαστήματος (από 03.07.2006 μέχρι 05.08.2006), η εναγόμενη μου οφείλει το ποσό των 1.174,00 €.
5) Για τις δεκατέσσερις (14) εβδομάδες δηλαδή 1) Δευτέρα 04.09.2006 μέχρι Σάββατο 09.09.2006, 2) Δευτέρα 11.09.2006 μέχρι Σάββατο 16.09.2006, 3) Δευτέρα 18.09.2006 μέχρι Σάββατο 23.09.2006, 4) Δευτέρα 25.09.2006 μέχρι Σάββατο 30.09.2006, 5) Δευτέρα 02.10.2006 μέχρι Σάββατο 07.10.2006, 6) Δευτέρα 09.10.2006 μέχρι Σάββατο 14.10.2006, 7) Δευτέρα 16.10.2006 μέχρι Σάββατο 21.10.2006, 8) Δευτέρα 23.10.2006 μέχρι Σάββατο 28.10.2006, 9) Δευτέρα 30.10.2006 μέχρι Σάββατο 04.11.2006, 10) Δευτέρα 06.11.2006 μέχρι Σάββατο 11.11.2006, 11) Δευτέρα 13.11.2006 μέχρι Σάββατο 18.11.2006, 12) Δευτέρα 20.11.2006 μέχρι Σάββατο 25.11.2006, 13) Δευτέρα 27.11.2006 μέχρι Σάββατο 02.12.2006 και 14) Δευτέρα 04.12.2006 μέχρι Σάββατο 9.12.2006 (απόλυσή μου), εργάσθηκα 24 ώρες παραπάνω από το προβλεπόμενο εβδομαδιαίο 40ωρο (2 ώρες επιπλέον τις καθημερινές και 14 ώρες τα Σάββατα) και εκ των οποίων οι 8 πρώτες ώρες ανά εβδομάδα αποτελούσε υπερεργασία, ενώ οι υπόλοιπες 16 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίες και σύμφωνα με το μισθό που μου οφείλετο (ανωτέρω υπό ΙΙΙ, 5), η εναγόμενη μου οφείλει:
ι) 112 ώρες υπερεργασίας (8 πρώτες ώρες κάθε εβδομάδα, δηλαδή 8 ώρες Χ 14 εβδομάδες), για τις οποίες η εναγόμενη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 814,24 € (μισθός 969,75 : 25 Χ 6 : 40 = 5,82 ωρομίσθιο + 1,45 το 25% = 7,27 Χ 112 ώρες).
ιι) 224 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίες (16 ώρες ανά εβδομάδα Χ 14 εβδομάδες), για τις οποίες η εναγομένη μου οφείλει το συνολικό ποσό των 2.607,36 € (μισθός 969,75 : 25 Χ 6 : 40 = 5,82 ωρομίσθιο + 5,82 το 100% = 11,64 Χ 224 ώρες).
Δηλαδή για την ανωτέρω περίπτωση (υπό ΙV, Γ, 5[ι+ιι]) του παραπάνω χρονικού διαστήματος (από 04.09.2006 μέχρι 09.12.2006), η εναγόμενη μου οφείλει το ποσό των 3.421,60 €.
Δηλαδή από την παραπάνω υπό ΙV, Γ αιτία της μη καταβολής των νόμιμων (ιδιόρρυθμων) και μη νόμιμων υπερωριών και της υπερεργασίας η εναγομένη δεν μου κατέβαλε όπως όφειλε το συνολικό ποσό των 32.905,20 € (ΙV, Γ, 1+2+3+4+5).
Αλλιώς και όλως επικουρικώς η εναγομένη μου οφείλει τα ανωτέρω ποσά και σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού αυτά τα ποσά θα κατέβαλε σε οποιαδήποτε υπάλληλο που θα απασχολείτο στην δική μου θέση κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα.
Κατά συνέπεια η εναγόμενη μου οφείλει από όλες τις προαναφερθείσες αιτίες το συνολικό ποσό των 65.515,77 € (υπό ΙV, Α+Β+Γ).
ΕΠΕΙΔΗ αλλιώς και όλως επικουρικώς η εναγομένη μου οφείλει τα ανωτέρω ποσά και σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού αυτά τα ποσά θα κατέβαλε σε οποιαδήποτε υπάλληλο που θα απασχολείτο στην δική μου θέση κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα.
ΕΠΕΙΔΗ, επομένως, η εναγόμενη μου οφείλει το ανωτέρω συνολικό ποσό των 65.515,77 €, το οποίο αρνείται να μου καταβάλει.
ΕΠΕΙΔΗ, ενόψει της άρνησης της εναγομένης, έχω δικαίωμα να ζητήσω δικαστικώς, με απόφαση του Δικαστηρίου σας, η οποία πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, λόγω της προφανούς ζημίας που θα υποστώ από την καθυστέρηση που συνεπάγεται η έκδοση τελεσίδικης απόφασης, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να μου καταβάλει το ποσό των 65.515,77 €, το οποίο μου οφείλει κατά τις παραπάνω αιτίες, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΕΙΔΗ η παρούσα αγωγή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή και αρμοδίως υλικά και τοπικά εισάγεται στο Δικαστήριό σας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΩ: Να γίνει δεκτή η αγωγή μου. Να υποχρεωθεί η εναγόμενη και για τους στο ιστορικό της παρούσας λόγους, να μου καταβάλει το ποσό των 65.515,77 €, νομιμότοκα από την κοινοποίηση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή. Να καταδικασθεί η εναγόμενη στην δικαστική μου δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου μου.
............... 04.01.2007
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος